Αρνητικοί ενισχυτές: Τι είναι και πως επηρεάζουν τη συμπεριφορά του παιδιού
Γράφει η Ναταλία Μανανά
Αρκετές φορές οι νέοι γονείς/ φροντιστές έρχονται αντιμέτωποι με προκλήσεις στη διαχείριση και διαμόρφωση της συμπεριφοράς των παιδιών τους. Αναρωτιούνται ποιο θα ήταν το σωστό πρότυπο διαπαιδαγώγησης και τι θα ήταν πιο ωφέλιμο για το ίδιο το παιδί. Με την τεράστια άνοδο των social media και των συμβούλων ψυχικής υγείας που χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες για την ενημέρωση των ακολούθων τους, έχει δημοσιευθεί πληθώρα θεωριών, τεχνικών και μοντέλων που θα “πρέπει” να ακολουθήσουν οι γονείς ώστε να δομήσουν τη συμπεριφορά του παιδιού σε πλαίσια που θεωρούν επιθυμητά. Παρόλο που αυτές οι πηγές πληροφόρησης έχουν αρκετά αξιόλογα στοιχεία, το αποτέλεσμα συνήθως είναι να έχει ένας νέος γονιός τεράστια εισροή πληροφοριών που δυστυχώς δεν μπορεί να αξιοποιήσει με τον τρόπο που θα ήθελε και συνεπώς να αμφιταλαντεύεται αναφορικά με το τι θα ήταν πιο σωστό να κάνει.
Οι περισσότερες απορίες ενός νέου γονέα συνήθως περιτριγυρίζουν το ερώτημα “Πως θα καταφέρω να έχει το παιδί μου την επιθυμητή συμπεριφορά;”. Μέσα στα χρόνια έχει αλλάξει αρκετά το τοπίο σχετικά με την αντιμετώπιση μη θεμιτών συμπεριφορών του παιδιού. Ο συνήθης τρόπος των παλαιότερων γενεών περιοριζόταν στην επιβολή τιμωριών με στόχο την ενίσχυση της επιθυμητής συμπεριφοράς. Όταν δηλαδή το παιδί εκδήλωνε μια μη επιθυμητή συμπεριφορά ο φροντιστής παρουσίαζε ένα αρνητικό ερέθισμα με σκοπό να τη μειώσει. Για παράδειγμα, εάν ένα παιδί δεν έδινε την απαραίτητη προσοχή στη μελέτη του για το σχολείο (κατάσταση) οι γονείς του θα το επέπλητταν ή πιθανόν να χειροδικούσαν με το γνωστό πρόσχημα “όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος”(τιμωρία). Συμπεριφορικά, ήταν ένας τρόπος που ενίσχυε τη συμπεριφορά που θέλανε άμεσα, όμως ήταν αποτέλεσμα εκφοβισμού και ήταν παροδικό με τεράστιες συνέπειες στον ψυχισμό του παιδιού. Παροδικό γιατί το παιδί δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τι έχει κάνει “λάθος”, επομένως το αποτέλεσμα ερχόταν μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση και όχι με καθολική εφαρμογή σε γνωστικά σχήματα του παιδιού, ώστε όντως να διαμορφώσει συμπεριφορές και πεποιθήσεις. Επιπλέον, οι συνέπειες στον ψυχισμό του ήταν τεράστιες, καθώς πολλές φορές όχι μόνο δεν αντιλαμβανόταν το “λάθος” στη συμπεριφορά του, αλλά πιθανόν να αναζητούσε στοργή στη γονεϊκή φιγούρα και αντί αυτού να δημιουργήθηκε κλίμα φόβου και μη εμπιστοσύνης.
Πλέον με την πάροδο των χρόνων έχουν διαμορφωθεί αρκετές θεωρίες και έχουν λάβει χώρα πολλές έρευνες σχετικά με τη γραμμή πλεύσης που θα ήταν ορθότερο να ακολουθήσουν οι φροντιστές. Ένας από τους πρωτοπόρους στις έρευνες αυτές ήταν ο Αμερικανός ψυχολόγος B.F. Skinner, γνωστός για το έργο του επάνω στη συντελεστική εξαρτημένη μάθηση. Ο Skinner χώρισε τους τρόπους διαμόρφωσης συμπεριφοράς σε τρεις κατηγορίες: την τιμωρία, την θετική ενίσχυση και την αρνητική ενίσχυση. Η έρευνά του προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς μέχρι και τότε η τιμωρία αποτελούσε σχεδόν το αποκλειστικό μέσο για την επίτευξη της συμπεριφοράς που θέλανε οι φροντιστές. Ουσιαστικά, ο Skinner όρισε την τιμωρία ως την εισαγωγή στο παιδί ενός αρνητικού ερεθίσματος, με στόχο να μειώσει μια αρνητική συμπεριφορά. Η θετική ενίσχυση έγκειται στην παρουσίαση ενός θετικού ερεθίσματος ή μιας επιβράβευσης όταν συμβαίνει μια συμπεριφορά που θέλουμε να ενισχύσουμε. Αντίστοιχα, μια αρνητική ενίσχυση είναι η απομάκρυνση ενός θετικού για το παιδί ερεθίσματος ώστε να μειωθεί μια συμπεριφορά που δεν θέλουμε. Αν για παράδειγμα, το παιδί καθαρίσει το δωμάτιό του στην ώρα που είχε συμφωνηθεί να το κάνει, μια θετική ενίσχυση θα μπορούσε να διαμορφωθεί επάνω σε κάτι που το παιδί βρίσκει ενδιαφέρον (μισή ώρα παραπάνω στο τάμπλετ ή έξτρα χρόνος να παίξει με τους φίλους του) ενώ αρνητικό ενισχυτή θα αποτελούσε η απομάκρυνση από κάτι που βρίσκει ενδιαφέρον (καθόλου τάμπλετ για εκείνη τη μέρα, να μην πάει στο πάρτι που είχε κανονισμένο).
Σύγχρονες έρευνες μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως η θετική και αρνητική ενίσχυση έχουν μακροπρόθεσμα πιο υγιή και σταθερά αποτελέσματα από την τιμωρία, καθώς το παιδί αντιλαμβάνεται καλύτερα ποια συμπεριφορά θα πρέπει να αυξήσει ή να μειώσει και νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια σε αυτά τα πλαίσια και συνεπώς και με τους φροντιστές. Επίσης, βοηθούν το παιδί να αναπτύξει τη δημιουργικότητα και την παρατηρητικότητα επάνω στις δυνάμεις και τις ικανότητές τους. Σίγουρα τα αποτελέσματα θέλουν χρόνο και επιμονή για να είναι ορατά, καθώς ένα παιδί χρειάζεται και το ίδιο χρόνο για να αφομοιώσει τις πληροφορίες που λαμβάνει και να μπορέσει να τις προσαρμόσει στα δικά του δεδομένα και υπάρχοντα σχήματα.
Όμως, όπως σε όλες τις πτυχές των εφαρμογών διαμόρφωσης συμπεριφοράς χρειάζεται να υπάρχει μέτρο στη χρήση. Χρειάζεται δηλαδή οι φροντιστές να έχουν θέσει πρώτα στον εαυτό τους, τους στόχους που θα θέλανε να επιτύχουν και οι στόχοι αυτοί να εντάσσονται σε ρεαλιστικά και επιτεύξιμα πλαίσια. Καλό είναι να έχουμε κατά νου πως ένα παιδί χρειάζεται να παραμένει παιδί και να έχει χώρο να αναπτύξει τις δικές του συνήθειες, να απολαμβάνει τις στιγμές ελευθερίας του και να έχει χώρο να αναπτύξει τη δημιουργικότητά του χωρίς να καταπιέζεται προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, αλλά να δέχεται καθοδήγηση ώστε να εκδηλώνει συμπεριφορές που θα είναι πιο λειτουργικές και για το ίδιο.