
Εκφοβισμός και Εγκληματικότητα: Ποια η μεταξύ τους σύνδεση;
Γράφει η Αντιγόνη Κολιού
Ο εκφοβισμός καθώς και η εγκληματικότητα, αποτελούν σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα που χαρακτηρίζονται από μια ανησυχητική αυξητική τάση. Είναι χρήσιμη η συνειδητοποίηση της πιθανής σύνδεσης μεταξύ του εκφοβισμού στη παιδική ηλικία, με την εγκληματική συμπεριφορά στην ενήλικη ζωή.
Σύμφωνα με μελέτες, θύτες και θύματα εκφοβισμού, κυρίως κατά την παιδική τους ηλικία, υπάρχει πιθανότητα να αναπτύξουν σωματικά και ψυχικά προβλήματα και διαταραχές στην πορεία της ζωής τους που θα συμβάλλουν στην εμπλοκή τους σε έκνομες ενέργειες. Ο σχολικός εκφοβισμός, που αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή επαναλαμβανόμενης άσκησης βίας, μπορεί να οδηγήσει σε παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές. Εγκληματολογικές έρευνες επισημαίνουν πως υπάρχει συσχέτιση μεταξύ συναισθηματικών προβλημάτων πρώιμης παιδικής ηλικίας και της μεταγενέστερης παραβατικής ή βίαιης συμπεριφοράς. Σε κάθε περίπτωση, η κατανόηση του φαινομένου του εκφοβισμού, με τη διερεύνηση των χαρακτηριστικών των θυμάτων και θυτών, θα συμβάλλουν στην καλύτερη διαχείριση του φαινομένου και των μακροπρόθεσμων συνεπειών του.
Οι παρεμβάσεις των γονέων, επαγγελματιών ψυχικής υγείας και εκπαιδευτικών, κρίνονται απαραίτητες για την αποτροπή επικίνδυνων ενεργειών και αυτοκαταστροφικών πράξεων στην ανήλικη ζωή. Ο κύριος στόχος πρέπει να εστιάζεται στη διαχείριση της αυξανόμενης παραβατικότητας των ανηλίκων, με την κατάλληλη καθοδήγηση και διαμόρφωση υγιών συναισθηματικά και ψυχικά χαρακτήρων, για την αποφυγή «γέννησης» εγκληματικών προσωπικοτήτων στην πορεία της ενήλικης ζωής.
Είναι αποδεδειγμένο σε κάποιες περιπτώσεις ανάλυσης των εγκληματιών που έχουν διαπράξει παράνομες ενέργειες, πως είχαν υπάρξει θύματα ή θύτες εκφοβισμού στην παιδική ηλικία. Σε μεταγενέστερες έρευνες, προέκυψε το συμπέρασμα πως οι θύτες σχολικού εκφοβισμού, είχαν υψηλότερες πιθανότητες να διαπράξουν έγκλημα σε αντίθεση με παιδιά που δεν είχαν εμπλακεί σε εκφοβιστικές συμπεριφορές. Οι θύτες του εκφοβισμού μπορεί να υιοθετήσουν και να διατηρήσουν αντικοινωνικές συμπεριφορές τις οποίες έχουν συνηθίσει από την παιδική ηλικία και να τις εκτονώνουν στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Αυτός είναι ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση ενδοοικογενειακής βίας, καθώς παρατηρείται δυσκολία συγκρότησης υγιών διαπροσωπικών σχέσεων.
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό της εποχής η εκδήλωση εκφοβισμού από ομάδες συνομήλικων με κοινές πεποιθήσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές. Αυτή η προσκόλληση και συμμετοχή σε ομάδες εφήβων, προκύπτει από την ανάγκη του ανήλικου να ανήκει σε μια ομάδα και να βρίσκει την ευρύτερη αποδοχή τους. Συνήθως, παιδιά περιθωριοποιημένα, παραμελημένα ή στιγματισμένα, συσπειρώνονται στις γνωστές συμμορίες ανηλίκων που επιβάλλουν δικούς τους κανόνες και υιοθετούν βίαιες συμπεριφορές. Η ένταξη σε ομάδα ή συμμορία ανηλίκων, δημιουργεί τη ψευδαίσθηση της αποδοχής αλλά απαιτεί και τη συμμόρφωση με τη κουλτούρα της ομάδας. Τα μέλη της ομάδας, αναπτύσσουν επιθετικότητα και σταδιακά οδηγούνται σε καταστολή ενοχών και μαθαίνουν να επιβιώνουν σε βίαιες συνθήκες. Για αυτό είναι πολύ πιθανό, τα άτομα αυτά να εμπλακούν σε εγκληματικές ενέργειες, καθώς ενισχύονται τα αρνητικά βίαια συναισθήματα, αλλοιώνοντας την προσωπικότητά τους και ταυτόχρονα η αίσθηση ανεξαρτησίας, οδηγεί σε αυθόρμητες βίαιες πράξεις με μειωμένη αίσθηση του κινδύνου. Με αυτόν τον τρόπο, η ανήλικη παραβατικότητα εξελίσσεται στην σύγχρονη εγκληματικότητα.
Η παραβατική συμπεριφορά συσχετίζεται και με την εγκληματικότητα και την εμπλοκή με το νόμο. Σύμφωνα με έρευνες, υπολογίζεται πως το 35-40% των μαθητών, θυτών, μέχρι τα 24 έτη, έχουν συχνά εμπλακεί σε αξιόποινες πράξεις. Αυτά τα άτομα εξακολουθούν να εκδηλώνουν εκφοβιστικές συμπεριφορές στο οικογενειακό αλλά και στο επαγγελματικό περιβάλλον. Γενικότερα, η έκθεση στη βία σχετίζεται με συναισθηματικές και ψυχολογικές διαταραχές όπως το μετατραυματικό άγχος, εσωτερικευμένος θυμός, κατάθλιψη και αυτοκαταστροφική ή επιθετική συμπεριφορά. Η αντικοινωνική συμπεριφορά που συχνά συνοδεύεται από την περιθωριοποίηση στην εφηβική ηλικία, μπορούν να ωθήσουν σε παραβατικές και βίαιες συμπεριφορές στην ενήλικη ζωή.
Οι εγκληματολογικές θεωρίες συμβάλλουν μέσω της ερμηνευτικής προσέγγισης στην επεξήγηση των φαινομένων εκφοβισμού και επακολούθως της εγκληματικότητας. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης του Albert Bandura, υποστηρίζει πώς οι εγκληματικές συμπεριφορές μαθαίνονται και υιοθετούνται μέσω της παρατήρησης και της μίμησης. Στον εκφοβισμό, τα θύματα μπορεί να υιοθετήσουν συμπεριφορές των θυτών και οι θύτες μπορεί να ενισχύουν τις βίαιες συμπεριφορές τους, αφού παρατηρούν πως αυτό προσδίδει δύναμη και κοινωνική αποδοχή. Αυτές οι συμπεριφορές διαιωνίζονται και διατηρούνται και στην ενήλικη ζωή με καταστροφικές ατομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Σύμφωνα με τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής, οι εγκληματίες υπολογίζουν και σταθμίζουν τα πιθανά οφέλη και τους κινδύνους της εγκληματικής πράξης. Ο σχολικός εκφοβισμός συχνά παραμένει ατιμώρητος και δεν υπάρχει κάποιο αυστηρό πλαίσιο ποινών στο εκπαιδευτικό περιβάλλον, με συνέπεια τη διευκόλυνση της ανεξέλεγκτης δράσης των θυτών, που γνωρίζουν ότι θα απολαμβάνουν προσωπική ικανοποίηση μέσα από τις πράξεις τους και θα αποκτήσουν ψευδαίσθηση ικανοποίησης και κύρους στα πλαίσια της ομάδας. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία των ευκαιριών, υποστηρίζεται πως το οικονομικό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον που βρίσκεται κάποιος, ευνοεί την υιοθέτηση βίαιων και επιθετικών συμπεριφορών. Εάν το περιβάλλον αποτελεί ένα πρόσφορο έδαφος για διάπραξη επιθετικών εκφοβιστικών πράξεων, τότε ενθαρρύνεται η διαμόρφωση εγκληματικών προσωπικοτήτων. Η εύκολη πρόσβαση σε οικονομικούς και τεχνολογικούς πόρους, όπως τα μέσα δικτύωσης, με αφιλτράριστη πρόσβαση και απουσία μέτρων προστασίας, ενισχύουν την πιθανότητα γέννησης εγκληματικότητας.
Συμπερασματικά, η σχέση μεταξύ εκφοβισμού και εγκληματικότητας θεωρείται ένα περίπλοκο ζήτημα. Τα θύματα και οι θύτες εκφοβισμού μπορούν να υιοθετήσουν και να ακολουθήσουν την παράνομη «οδό» της εγκληματικής δραστηριότητας λόγω των εσωτερικευμένων ψυχολογικών και συναισθηματικών διαταραχών. Η εγκληματολογία μέσω των επιστημονικών της προσεγγίσεων προσφέρει πολύτιμες ερμηνείες για τη σύνδεση των δύο φαινομένων, υποδεικνύοντας πως εκφοβισμός και εγκληματικότητα συχνά συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν με κρίσιμες ψυχολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Τα σύγχρονα φαινόμενα παραβατικότητας ανηλίκων και ο σχολικός εκφοβισμός απαιτούν την προσοχή και την υπευθυνότητα, αλλά και τη συνεργασία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, της οικογένειας, αλλά και του σχολικού περιβάλλοντος για την άμεση πρόληψη δυσμενών και αυτοκαταστροφικών ενεργειών. Είναι επιτακτική ανάγκη η αντιμετώπιση των ομάδων εκφοβισμού και των συμμοριών που παρασύρουν ανήλικους σε αυτοκαταστροφικές ενέργειες. Για την άμεση διαχείριση της εγκληματικότητας που συνδέεται με τον εκφοβισμό, απαιτείται η παρακολούθηση από το οικογενειακό αλλά και εκπαιδευτικό περιβάλλον, εκπαιδευτικών προγραμμάτων κατάρτισης και υποστήριξης, καθώς και ενίσχυση κοινωνικής προστασίας από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, για να δημιουργηθούν προστατευτικές δικλείδες και ένα ασφαλές κοινωνικό περιβάλλον.