Δεν είναι όλα για να τα καταλαβαίνεις — κάποια είναι για να τα αποδέχεσαι
Αν θέλεις, μπορείς να κλείσεις μια δωρεάν 15λεπτη γνωριμία μαζί μας.
Γράφει η Γωγώ Παπασωτηρίου
Υπάρχουν στιγμές που το μυαλό κουράζεται να ψάχνει απαντήσεις.
Κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια “γιατί”, ψάχνει το νόημα πίσω από κάθε λέξη, κάθε συμπεριφορά, κάθε τέλος. Κι όσο ψάχνει, τόσο μπλέκει πιο βαθιά σε ένα αδιέξοδο που μοιάζει με λαβύρινθο.
Η αλήθεια είναι πως δεν είναι όλα για να τα καταλαβαίνεις.
Κάποια πράγματα δεν εξηγούνται — απλώς συμβαίνουν. Κι όσο κι αν παλεύεις να τα χωρέσεις σε κουτάκια λογικής, εκείνα θα επιμένουν να υπάρχουν μόνο μέσα στην αίσθηση, στο βίωμα, στο “έτσι ήταν”.
Κάποια γεγονότα δεν ζητούν ανάλυση∙ ζητούν αποδοχή.
Όχι την αποδοχή της παραίτησης, αλλά την αποδοχή της ωριμότητας — εκείνη που λέει “αυτό συνέβη, και τώρα επιλέγω να δω πώς θα ζήσω με αυτό”.
Γιατί πολλές φορές, η ελευθερία δεν έρχεται όταν βρεις όλες τις απαντήσεις, αλλά όταν σταματήσεις να τις χρειάζεσαι.
Ο εγκέφαλος χρειάζεται απαντήσεις
Ο ανθρώπινος νους έχει φτιαχτεί για να βρίσκει νόημα.
Δεν αντέχει την αβεβαιότητα∙ χρειάζεται να γνωρίζει το “γιατί”, για να νιώθει ασφαλής. Η ανάγκη αυτή δεν είναι αδυναμία — είναι βιολογικός μηχανισμός. Ο εγκέφαλος, μπροστά στο άγνωστο, ενεργοποιεί περιοχές που σχετίζονται με το στρες και τον έλεγχο, προσπαθώντας να οργανώσει την εμπειρία μέσα από λογική εξήγηση (Carleton, 2016).
Η προσπάθεια αυτή συνδέεται με αυτό που εμείς οι ψυχολόγοι ονομάζουμε γνωστική ασυμφωνία: την ένταση που βιώνουμε όταν κάτι που ζούμε δεν “ταιριάζει” με αυτό που πιστεύουμε ή περιμέναμε (Festinger, 1957). Ο εγκέφαλος παλεύει να αποκαταστήσει την ισορροπία — να βρει το νόημα που θα κλείσει τον κύκλο.
Μόνο που κάποιες φορές, αυτό που προσπαθεί να καταλάβει δεν έχει λογική.
Δεν χωράει σε αιτίες και συνέπειες, δεν υπακούει σε κανόνες. Και τότε, όσο περισσότερο προσπαθείς να εξηγήσεις, τόσο περισσότερο εγκλωβίζεσαι.
Το μυαλό αρχίζει να πλέκει σενάρια, να επαναλαμβάνει σκηνές, να αναλύει λέξεις — σαν να ψάχνει εκεί μέσα το κλειδί της λύτρωσης. Μα η αλήθεια είναι πως το κλειδί δεν βρίσκεται στην κατανόηση, αλλά στην αποδοχή.
Η αδυναμία να αντέξουμε το “δεν ξέρω” είναι αυτό που δημιουργεί υπερανάλυση, άγχος και συναισθηματική εξάντληση. Όταν, όμως, μάθεις να κάθεσαι μέσα στο “άγνωστο”, χωρίς να πιέζεις τον εαυτό σου να το εξηγήσει, τότε ξεκινάει κάτι άλλο: η ωριμότητα.
Η ψυχή θεραπεύεται όταν ο εγκέφαλος αποδέχεται πως δεν χρειάζεται να καταλάβει τα πάντα. Ότι μπορεί να υπάρχει πόνος και χωρίς εξήγηση. Και πως η ηρεμία δεν έρχεται όταν λύσεις το παζλ, αλλά όταν σταματήσεις να το διαλύεις, για να το ξαναστήσεις.
Όταν η κατανόηση δεν φέρνει λύση
Μερικές φορές, δεν χρειάζεται να καταλάβεις, για να προχωρήσεις. Μπορεί να έχεις υπεραναλύσει κάτι από όλες τις πλευρές, να έχεις ψάξει αιτίες, δικαιολογίες, εξηγήσεις — κι όμως, να μη νιώθεις καμία ανακούφιση. Γιατί η κατανόηση, όσο χρήσιμη κι αν είναι, δεν φέρνει πάντα ίαση.
Η λογική μπορεί να εξηγήσει το “τι έγινε”, αλλά η ψυχή πονάει από το “πώς το έζησε”.
Κι εκεί, καμία θεωρία δεν φτάνει.
Γιατί αυτό που ζητάς δεν είναι απάντηση, είναι ανακούφιση. Είναι μια εσωτερική φωνή που θα σου πει “ναι, ήταν δύσκολο, αλλά τώρα μπορείς να ξεκουραστείς”.
Όταν προσπαθείς να τακτοποιήσεις το συναίσθημα με λογική, το μόνο που καταφέρνεις είναι να το σπρώχνεις πιο βαθιά.
Η κατανόηση είναι του νου. Η ίαση, της καρδιάς.
Και η καρδιά δεν χρειάζεται πάντα ανάλυση, χρειάζεται χώρο και χρόνο.
Σύμφωνα με τη θεωρία της συναισθηματικής καταπίεσης, η συνεχής προσπάθεια νοητικοποίησης ή αποφυγής ενός συναισθήματος εντείνει τη δυσφορία και παρατείνει τον ψυχικό πόνο (Gross & Levenson, 1997). Αντίθετα, η συνειδητή αποδοχή αυτού που νιώθουμε, χωρίς άμεση ανάγκη ελέγχου ή εξήγησης, μειώνει τη συναισθηματική ένταση και αυξάνει την ψυχική ανθεκτικότητα (Hayes et al., 2011).
Υπάρχει μια στιγμή μέσα στη διαδικασία του πόνου όπου σταματάς να ρωτάς “γιατί”, και απλώς λες “εντάξει”. Εκεί ξεκινά η γαλήνη. Όχι γιατί έμαθες κάτι καινούριο, αλλά γιατί έπαψες να πολεμάς αυτό που ήδη είναι.
Η αποδοχή ως στάδιο θεραπείας
Η αποδοχή δεν είναι παραίτηση∙ είναι ωριμότητα.
Είναι η στιγμή που σταματάς να αντιστέκεσαι στην πραγματικότητα και αρχίζεις να τη συναντάς. Όχι γιατί σου αρέσει, αλλά γιατί έχεις καταλάβει πως ο πόνος δεν φεύγει με το “όχι”, μα απαλύνει με το “έτσι είναι τώρα”.
Στην ψυχολογία, η αποδοχή δεν σημαίνει παθητικότητα — είναι ενεργητική πράξη επίγνωσης.
Σύμφωνα με το μοντέλο της Θεραπείας Αποδοχής και Δέσμευσης (Acceptance and Commitment Therapy – ACT), η αποδοχή είναι το πρώτο βήμα προς την ψυχική ευελιξία: την ικανότητα να μένεις παρούσα/παρών σε αυτό που συμβαίνει, ακόμα κι όταν πονά (Hayes et al., 2011).
Όταν δεν πολεμάς το συναίσθημα, δημιουργείς χώρο μέσα σου για να το παρατηρήσεις, όχι να το εξαφανίσεις.
Η αποδοχή διδάσκει συναισθηματική ανθεκτικότητα.
Το να μπορείς να νιώθεις δυσφορία χωρίς να την ερμηνεύεις ως “απειλή” είναι δείγμα εσωτερικής δύναμης, όχι αδυναμίας (Kashdan & Rottenberg, 2010). Όσο περισσότερο αντιστέκεσαι σε αυτό που νιώθεις, τόσο περισσότερο το διαιωνίζεις. Όταν, όμως, του επιτρέπεις να υπάρχει, χωρίς να το ονομάζεις “λάθος”, αρχίζει σιγά σιγά να χάνει τη δύναμή του.
Η αποδοχή είναι όταν καταλάβεις ότι δεν χρειάζεται να βρεις το γιατί. Αρκεί να αποδεχτείς ότι συνέβη και να επιτρέψεις στον εαυτό σου να προχωρήσει.
Κι εκεί, αρχίζει η θεραπεία. Όχι επειδή βρήκες απαντήσεις, αλλά επειδή σταμάτησες να τις ψάχνεις.
Από το γιατί στο πώς
Κάποια στιγμή, σταματάς να ρωτάς “γιατί” και αρχίζεις να αναρωτιέσαι “πώς”.
Όχι “πώς έγινε”, αλλά “πώς προχωράω με αυτό που έγινε”. Είναι η στιγμή που το μυαλό κουράζεται να ψάχνει εξηγήσεις και η ψυχή ψάχνει απλώς ανακούφιση.
Εδώ αρχίζει η ουσία της αλλαγής.
Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT) βοηθά το άτομο να αναγνωρίσει πώς οι σκέψεις επηρεάζουν τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά του∙ να δει ότι δεν χρειάζεται να “διορθώσει” το συναίσθημα, αλλά να αλλάξει τη σχέση του μαζί του (Beck, 2011).
Αντί να ρωτάς “γιατί το νιώθω αυτό;”, μπορείς να δοκιμάσεις “πώς μπορώ να το φροντίσω αυτό που νιώθω τώρα;”.
Η θεραπεία βασισμένη στη συνειδητότητα (Mindfulness-Based Cognitive Therapy) διδάσκει ακριβώς αυτό: να παρατηρείς τη σκέψη χωρίς να ταυτίζεσαι μαζί της, να τη βλέπεις να περνά όπως ένα κύμα (Kabat-Zinn, 2003).
Κάθε φορά που επιλέγεις να μην μπεις στο “γιατί”, αλλά να σταθείς στο “πώς μπορώ να με στηρίξω τώρα”, ενεργοποιείς την αυτορρύθμιση — μια δεξιότητα που το νευρικό σύστημα μαθαίνει μέσα από επανάληψη, όχι εξήγηση.
Το “πώς” είναι πράξη. Είναι το σημείο όπου σταματάς να ανακυκλώνεις και αρχίζεις να εφαρμόζεις.
Πώς αναπνέω όταν πονάω;
Πώς μιλάω στον εαυτό μου με καλοσύνη;
Πώς επιλέγω να επιστρέψω στον ρυθμό μου, χωρίς να βιάζω την επούλωση;
Και κάπου εκεί, χωρίς να το καταλάβεις, αλλάζει ολόκληρη η ενέργεια μέσα σου.
Δεν ψάχνεις πια τις απαντήσεις∙ τις ενσαρκώνεις.
Δεν χρειάζεται να το καταλάβεις. Αρκεί να το αγκαλιάσεις όπως είναι.
Κλείνοντας…
Δεν χρειάζεται κανείς να καταλαβαίνει τα πάντα, για να νιώθει ασφαλής.
Υπάρχει μια στιγμή που οι απαντήσεις παύουν να έχουν σημασία, και αυτό που μετρά είναι η ηρεμία μέσα στην αβεβαιότητα.
Κάποτε πίστευα πως, αν βρω όλες τις απαντήσεις, θα σταματήσω να πονάω. Τώρα ξέρω πως η ηρεμία έρχεται όταν αφήνω χώρο και στο “δεν ξέρω”. Η κατανόηση δεν είναι πάντα η λύση∙ πολλές φορές η ηρεμία γεννιέται από την αποδοχή.
Η αποδοχή δεν σημαίνει αδυναμία, αλλά ωριμότητα.
Είναι η πράξη που μας επιτρέπει να δούμε τη ζωή όπως είναι, χωρίς να τη διορθώνουμε διαρκώς, για να χωρέσει στις προσδοκίες μας.
Όταν σταματάμε να ζητάμε εξηγήσεις για όλα, αρχίζουμε να συναντάμε τον εαυτό μας με ειλικρίνεια. Η δύναμη βρίσκεται στη σιωπή που δεν ψάχνει πια να αποδείξει∙ στη σιωπή που εμπιστεύεται τη ροή. Κι ίσως τελικά, όσα δεν κατανοούμε να είναι αυτά που δουλεύουν μέσα μας πιο βαθιά — εκεί που ο λόγος δεν φτάνει, αλλά η ψυχή καταλαβαίνει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Beck, J. S. (2011). Cognitive behavior therapy: Basics and beyond (2nd ed.). Guilford Press.
Carleton, R. N. (2016). Fear of the unknown: One fear to rule them all? Journal of Anxiety Disorders, 41, 5–21. https://doi.org/10.1016/j.janxdis.2016.03.001
Festinger, L. (1957). A theory of cognitive dissonance. Stanford University Press.
Gross, J. J., & Levenson, R. W. (1997). Hiding feelings: The acute effects of inhibiting negative and positive emotion. Journal of Abnormal Psychology, 106(1), 95–103. https://doi.org/10.1037/0021-843X.106.1.95
Hayes, S. C., Strosahl, K. D., & Wilson, K. G. (2011). Acceptance and commitment therapy: The process and practice of mindful change (2nd ed.). Guilford Press.
Kabat-Zinn, J. (2003). Mindfulness-based interventions in context: Past, present, and future. Clinical Psychology: Science and Practice, 10(2), 144–156. https://doi.org/10.1093/clipsy.bpg016
Kashdan, T. B., & Rottenberg, J. (2010). Psychological flexibility as a fundamental aspect of health. Clinical Psychology Review, 30(7), 865–878. https://doi.org/10.1016/j.cpr.2010.03.001
Αν θέλεις, μπορείς να κλείσεις μια δωρεάν 15λεπτη γνωριμία μαζί μας.