(+30) 211 218 4311
info@traumahelp.gr

Blog

Η Aπουσία Aσφαλούς Δεσμού και η Αποσύνδεση από την Οδύνη του Άλλου – Ρίζες της Ψυχοπαθητικής Εξέλιξης

Ιεροδιακόνου-Τσιμπίδη Φλωρεντία
(BSc Φιλοσοφίας, Παιδαγωικών και Ψυχολογίας, BSc Ψυχολογίας, MSc Δικαστικής Ψυχολογίας)

Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα περιλαμβάνει πολλαπλά συστατικά, όπως συναισθηματική αδυναμία, επιφανειακή γοητεία, παραβατική συμπεριφορά και δυσκολία στη διατήρηση σταθερών κοινωνικών δεσμών. Παραδοσιακές προσεγγίσεις έδωσαν βαρύτητα είτε σε βιογενετικούς παράγοντες είτε σε περιβαλλοντικές αιτίες, ωστόσο σύγχρονες ανασκοπήσεις υποστηρίζουν πως η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική και συχνά καθοδηγείται από αλληλεπιδράσεις πρώιμων σχέσεων, τραυματικών εμπειριών και νευροβιολογικής ευαισθησίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ποιότητα του πρώιμου δεσμού γονέα-παιδιού φαίνεται να παίζει κρίσιμο ρόλο: η απουσία ασφαλούς δεσμού φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης χαρακτηριστικών έλλειψης ενσυναίσθησης και callous-unemotional (συναισθηματικά απόμακρα- απαθή) (CU) στοιχείων στην παιδική και εφηβική ηλικία, στοιχεία που μερικές φορές προεκτείνονται σε ψυχοπαθητικές δομές στην ενήλικη ζωή. Αυτή η σύνδεση τεκμηριώνεται τόσο σε μελέτες παρατήρησης όσο και σε συστηματικές ανασκοπήσεις.

Θεωρητικό υπόβαθρο: Η επιστημονική διερεύνηση των σχέσεων ανάμεσα στην απουσία ασφαλούς δεσμού και την αποσύνδεση από την οδύνη του άλλου  ανέδειξε ότι σημαντικές πτυχές της ψυχοπαθητικής εξέλιξης δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς την ενσωμάτωση τόσο των πρώιμων εμπειριών σχέσης όσο και των συνεπειών τους στη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη. Η θεωρία της προσκόλλησης περιγράφει πώς οι επαναλαμβανόμενες αλληλεπιδράσεις με τον φροντιστή διαμορφώνουν εσωτερικές αναπαραστάσεις του εαυτού και των άλλων, οι οποίες στη συνέχεια καθοδηγούν κοινωνική και συναισθηματική λειτουργία (Peng, et al., 2022· Ruiter et al., 2022). Παραπέρα, η σχέση με τον φροντιστή διαμορφώνει εγγενή «εσωτερικά μοντέλα εργασίας» που καθοδηγούν την εμπιστοσύνη, τη συναισθηματική ρύθμιση και τις προσδοκίες για σχέσεις στο μέλλον (Baroncelli et al., 2023· Peng, et al., 2022). Παιδιά με ασφαλή δεσμό μαθαίνουν ότι η έκφραση θλίψης ή φόβου οδηγεί σε ρυθμιστική ανταπόκριση από τον φροντιστή. Aυτό οικοδομεί την ικανότητα συναισθηματικής ρύθμισης και κίνητρα για υπεράσπιση και βοήθεια του άλλου (Kyranides et al., 2021). Αντίθετα, σε περιβάλλοντα όπου ο φροντιστής είναι ασταθής, αποκλινόμενος ή βίαιος, το παιδί μπορεί να αναπτύξει στρατηγικές που μειώνουν την εκφοβιστική οδύνη (π.χ. αποσύνδεση, σκληρότητα, συναισθηματική απόσπαση) για να επιβιώσει συναισθηματικά (Kyranides et al., 2021· Peng, et al., 2022).

Η διαταραχή ή η αποσύνδεση του δεσμού  έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για CU χαρακτηριστικά και σοβαρά εξωτερικευμένα προβλήματα.  Όταν η επαφή με τον φροντιστή έχει ως αποτέλεσμα δεν βασίζεται στην τρυφερότητα και στην ασφάλεια, τα παιδιά τείνουν να αναπτύσσουν στρατηγικές που ελαχιστοποιούν ή απορρίπτουν τα συναισθήματα, ιδιαίτερα τον κοινωνικό πόνο και την οδύνη, ως τρόπους αντιμετώπισης ενός μη ρυθμιστικού περιβάλλοντος (Baroncelli et al., 2023· Kyranides et al., 2021· Pasalich et al., 2023· Peng, et al., 2022· Pinheiro et al., 2025)

Αναπτυξιακές πορείες: Δεν υπάρχει μονοσήμαντη «γραμμή» που οδηγεί από ανασφαλή δεσμό σε πλήρη ψυχοπαθητική διαταραχή. Aντιθέτως, η πορεία χαρακτηρίζεται από πολλαπλά μονοπάτια ανάλογα με γενετική προδιάθεση, διάρκεια και τύπο παραμέλησης ή κακοποίησης, καθώς και την ύπαρξη προστατευτικών παραγόντων (π.χ. σταθερός δεύτερος φροντιστής, σχολικό περιβάλλον, έγκαιρη παρέμβαση) (Ruiter et al., 2022). Μεταανάλυση και συστηματικές μελέτες δείχνουν μετριο-ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ παιδικής παραμέλησης/κακοποίησης και κάποιων εκφάνσεων ψυχοπάθειας, ιδίως των CU χαρακτηριστικών. H εμπειρία κακοποίησης και συναισθηματικής παραμέλησης αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης συναισθηματικής αμβλύτητας και αποσύνδεσης (Kohlhoff et al., 2020· Pinheiro et al., 2025). Ωστόσο, πολλές μελέτες επισημαίνουν ότι μόνο ένα υποσύνολο των παιδιών με τέτοιες εμπειρίες αναπτύσσει ένα πλήρες προφίλ ψυχοπαθητικής προσωπικότητας, υπογραμμίζοντας τη σημασία των αλληλεπιδράσεων με βιολογικούς παράγοντες.

Οι πρώτες παρατηρήσεις δείχνουν ότι δείγματα υψηλών CU χαρακτηριστικών ξεκινούν από την προσχολική ηλικία ή νωρίς στην παιδική ανάπτυξη, και όταν συνοδεύονται από κακοποίηση, παραμέληση ή έντονη συναισθηματική αποσταθεροποίηση, αυξάνουν τον κίνδυνο για σταθερές δυσλειτουργικές μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς στην ενήλικη ζωή. Η παιδική παραμέληση επηρεάζει όχι μόνο την ποιότητα του δεσμού αλλά και τη διαμόρφωση νευρωνικών συστημάτων που εμπλέκονται στην αναγνώριση και ρύθμιση συναισθημάτων, ενισχύοντας τα CU χαρακτηριστικά ως τρόπους συναισθηματικής αυτοπροστασίας (όπως δείχνει η συσχέτιση ανάμεσα σε παραμέληση και CU traits μέσω μεταβίβασης μέσω της προσκόλλησης και της συναισθηματικής νοημοσύνης) (Peng, et al., 2022).

Νευροβιολογία της αποσύνδεσης από τον πόνο του άλλου: Νευροαπεικονιστικές μελέτες σε πληθυσμούς με ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά δείχνουν διαφορές σε περιοχές που συμβάλλουν στην αναγνώριση και συναισθηματική απάντηση στον πόνο/φόβο των άλλων, όπως η αμυγδαλή, ο προσθιομεσικός φλοιός (vmPFC/medial frontal cortex) και δίκτυα που συνδέουν συναισθηματική αξιολόγηση με γνωστική αναπαράσταση. Σε άτομα με υψηλότερα ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται μειωμένα αντανακλαστικά σε φόβο/οδύνη άλλων, αδυναμία συγχρονισμού αμυγδαλής-vmPFC και διαφοροποιημένη λειτουργική συνδεσιμότητα, ευρήματα που υποστηρίζουν την υπόθεση της νευρωνικής βάσης της μειωμένης affective empathy. Αυτές οι νευροβιολογικές αποκλίσεις μπορούν να ερμηνευθούν είτε ως αποτέλεσμα πρώιμης εμπειρίας (π.χ. παραμέληση που «σβήνει» συναισθηματικά σήματα) είτε ως έμφυλη/αναπτυξιακή ευαισθησία που καθιστά ορισμένα παιδιά πιο εύκολα ευάλωτα (Johanson et al., 2020).

Μηχανισμοί: Ο συνδυασμός (α) μειωμένης συναισθηματικής ανταπόκρισης στην οδύνη των άλλων, (β) μάθησης λειτουργικών ενισχύσεων όπου η ενσυναίσθηση δεν ανταμείβεται ή τιμωρείται, και (γ) δυσλειτουργικής ρύθμισης του φόβου/άγχους μπορεί να οδηγεί σε συμπεριφορές που ερμηνεύονται ως ψυχοπαθητικές (π.χ. κυνισμός, εκμετάλλευση, βία). Η απουσία ασφαλούς δεσμού επίσης επηρεάζει την ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης και των κοινωνικών κανόνων, με αποτέλεσμα η ανάγνωση συναισθημάτων άλλων να παραμένει επιφανειακή ή συμπεριφορική χωρίς την εσωτερική συναισθηματική αλληλεγγύη που συνήθως εμποδίζει βλαπτικές πράξεις. Επιπλέον, επαναλαμβανόμενη έκθεση σε μη ρυθμιστικό περιβάλλον μπορεί να οδηγήσει σε «αποεπένδυση» από τα συναισθηματικά σήματα ως στρατηγική επιβίωσης, που μακροπρόθεσμα ενισχύει την αδιαφορία και την παθολογία (Baroncelli et al., 2023· Craig et al., 2022· Kohlhoff et al., 2020· Peng, et al., 2022).

Στοιχεία από πειραματικές και κλινικές επιπτώσεις: Έρευνες σε παιδιά με υψηλά CU χαρακτηριστικά δείχνουν μικρότερη αντίδραση στην αναγνώριση φόβου και λύπης, μειωμένη συμφωνία σε νευρωνικά δίκτυα ενσυναίσθησης και διαφορετική συμπεριφορική ανταπόκριση σε κοινωνικά κίνητρα. Ταυτόχρονα, παρέμβασεις που ενισχύουν τη συναισθηματική λεκτική αναγνώριση, τη θεραπευτική σχέση και την εμπλοκή του φροντιστή έχουν δείξει κάποια αποτελεσματικότητα στη μείωση CU συμπεριφορών, εφόσον εφαρμόζονται νωρίς και με συνεπή υποστήριξη. Αυτό υπογραμμίζει ότι ενώ οι νευροβιολογικές αποκλίσεις έχουν πραγματικό αντίκτυπο, δεν αποτελούν αναπόφευκτη μοίρα και υπάρχουν παράθυρα ευκαιρίας για θεραπευτική τροποποίηση (Kohlhoff et al., 2020· Ruiter et al., 2022).

Σε πληθυσμούς παιδιών και εφήβων, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η ανασφάλεια προσκόλλησης συσχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα  CU χαρακτηριστικών, δηλαδή μειωμένη ενσυναίσθηση, ενοχή και πρόσχημα συναισθηματικής ανταπόκρισης, οι οποίες με τη σειρά τους συνδέονται με σοβαρότερα προβλήματα και αντιδραστική συμπεριφορά ήδη από την παιδική ηλικία (Craig et al., 2022).

Σε μελέτες που εξετάζουν κοινά δείγματα εφήβων, συνδέσεις παρατηρούνται ανάμεσα σε δυσκολίες σχέσης με άλλους και αυξημένα CU χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από φύλο και γενικό ψυχοκοινωνικό προφίλ. Η επιλογή στρατηγικών αποφυγής και συναισθηματικής απόστασης – χαρακτηριστικά που μπορούν να αναπτυχθούν από επαναλαμβανόμενη παραμέληση ή ασταθή φροντίδα- φαίνεται να ενισχύει την ικανότητα του παιδιού να «αποσυνδέεται» από τον κοινωνικό πόνο, ένα φαινόμενο που αργότερα εκδηλώνεται ως μειωμένη ευαισθησία στον πόνο του άλλου (Baroncelli et al., 2023· Kyranides et al., 2021· Peng, et al., 2022).

Σε μεγάλες μελέτες που ακολουθούν παιδιά σε βάθος χρόνου, η ανεπαρκής συναισθηματική ανταπόκριση των φροντιστών συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης CU χαρακτηριστικών αργότερα. Σημασία έχει όμως πως κάθε παιδί στην ίδια κατάσταση δεν θα αναπτύξει ψυχοπαθητικά μοτίβα, καθώς υπάρχουν διακυμάνσεις με βάση άλλους παράγοντες, όπως η ύπαρξη προστατευτικών σχέσεων ή νευροβιολογικής ευαισθησίας (Figueriedo et al., 2024· Pasalich et al., 2023).

Καθώς τα παιδιά με αυτά τα χαρακτηριστικά προχωρούν στην ενήλικη ζωή, οι πρώιμες δυσκολίες στην πρόσδεση επηρεάζουν την ικανότητά τους να δημιουργούν και να διατηρούν σταθερές συντροφικές σχέσεις. Έρευνες στους ενήλικες δείχνουν ότι η αποφυγή προσκόλλησης και η συνεπαγόμενη δυσπιστία προς τον άλλον είναι θετικοί παράγοντες προβλέψεων για CU traits, ενώ η ανασφάλεια ή το άγχος προσκόλλησης μπορούν να δείξουν περίπλοκες σχέσεις με διάφορες εκφράσεις ψυχοπαθητικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένης της μειωμένης ενσυναίσθησης και της αυτοπροστατευτικής συμπεριφοράς σε στενές σχέσεις (Kyranides et al., 2021). Αυτοί οι ενήλικες συχνά εμφανίζουν συναισθηματική αποστασιοποίηση, δυσκολία στην εμπιστοσύνη και μειωμένη διαισθητική ανταπόκριση στην οδύνη/ανάγκη του συντρόφου, στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε σχέσεις με υψηλό βαθμό σύγκρουσης, αστάθειας και απουσία συναισθηματικής ασφάλειας (Baroncelli et al., 2023).

Επιπλέον, η σύγχρονη έρευνα υποστηρίζει ότι τα CU χαρακτηριστικά, αν και σημαντικός δείκτης κινδύνου για σταθεροποίηση σε ψυχοπαθητικές δομές συμπεριφοράς, είναι αισθητά ευμετάβλητα στην ανάπτυξη, και δεν αποτελούν από μόνα τους μοιραία μονοπάτια προς πλήρη ψυχοπαθητική προσωπικότητα στους ενήλικες. Μελέτες δείχνουν ότι παρεμβάσεις που επικεντρώνονται στην ενίσχυση συναισθηματικής διάδρασης με φροντιστές, στην ανάπτυξη συναισθηματικής νοημοσύνης και στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης μπορούν να επηρεάσουν θετικά αυτά τα χαρακτηριστικά όταν εφαρμόζονται έγκαιρα και συστηματικά. Αντίστοιχα, προγράμματα καθοδήγησης για νέους ενήλικες με ανασφαλείς δεσμούς ή CU προφίλ έχουν δείξει ότι η βελτίωση στην αναγνώριση και ανταπόκριση στα συναισθήματα των άλλων μπορεί να μειώσει την κοινωνική δυσλειτουργία και τις αντιδραστικές συμπεριφορές, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα αλλαγής ακόμα και μετά την παιδική ηλικία (Figueriedo et al., 2024· Fragaki, Cima & Meesters, 2016· Waaler et al., 2024).

Συνολικά, η ερευνητική εικόνα υποστηρίζει ότι η έλλειψη ασφαλούς δεσμού στην παιδική ηλικία και η επακόλουθη αποστασιοποίηση από τον πόνο του άλλου δρα ως κρίσιμος παράγοντας κινδύνου στην ανάπτυξη CU χαρακτηριστικών και ψυχοπαθητικών προτύπων συμπεριφοράς στη συνέχεια της ζωής. Τα μοτίβα αυτά εκδηλώνονται πρώτα στη δυσκολία ρύθμισης των συναισθημάτων και στην περιορισμένη ευαισθησία στην κοινωνική οδύνη στην παιδική και εφηβική ηλικία, και αργότερα επεκτείνονται σε δυσλειτουργίες στις ενήλικες σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης της συντροφικής αδιαφορίας, της αποφυγής συναισθηματικής εγγύτητας και της δυσκολίας στην ανταπόκριση στην ανάγκη του άλλου. Η πολυπαραγοντική φύση αυτής της ανάπτυξης, όπου βιολογικοί, κοινωνικοί και εμπειρικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν, καταδεικνύει ότι η έγκαιρη και στοχευμένη παρέμβαση μπορεί να αλλάξει την προοπτική, μειώνοντας όχι μόνο επιβλαβείς συμπεριφορές αλλά και τα θεμέλια της αποσύνδεσης από την οδύνη του άλλου.

Παρά το γεγονός ότι CU χαρακτηριστικά σχετίζονται με σοβαρές προκλήσεις σε συμπεριφορά, μάθηση και κοινωνική λειτουργικότητα όπως έχουν αναδειχθεί και στο σχολικό περιβάλλον, όπου συνδέονται με υψηλά επίπεδα επιθετικότητας, χαμηλή ακαδημαϊκή απόδοση και δυσκολίες σχέσεων, τα ευρήματα επίσης δείχνουν ότι αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι απαραίτητα «μοιραία» ή απόλυτα σταθερά και μπορούν σε κάποιο βαθμό να τροποποιηθούν με κατάλληλες παρεμβάσεις, ειδικά όταν αυτές εστιάζουν στη βελτίωση συναισθηματικής ανταπόκρισης και δεξιοτήτων σχέσης σε οικογενειακό και σχολικό επίπεδο (Fragaki, Cima & Meesters, 2016· Waaler et al., 2024).

Πρόληψη και θεραπευτικές προτάσεις: Βάσει της παραπάνω σύνθεσης, προτεινόμενες στρατηγικές περιλαμβάνουν στοχευμένες παρέμβασεις πρώιμης γονεϊκής υποστήριξης, προγράμματα που ενισχύουν την ευαισθητοποίηση των φροντιστών απέναντι στα συναισθήματα των παιδιών, έγκαιρο εντοπισμό μη ασφαλούς δεσμού προσκόλλησης και CU στοιχείων, καθώς και θεραπευτικά πρωτόκολλα που συνδυάζουν γνωσιακή-συναισθηματική εκπαίδευση με δουλειά πάνω σε σχέση/εμπιστοσύνη. Σε πιο προχωρημένα προφίλ, η εστίαση στη βελτίωση της λειτουργικής συνδεσιμότητας (μέσω ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων που προάγουν εμπειρική συναισθηματική εμπλοκή) σε συνδυασμό με κοινωνικές/νοητικές δεξιότητες μπορεί να έχει όφελος. Είναι κρίσιμο τα προγράμματα να μην «στιγματίζουν» αλλά να προσφέρουν πρακτικά εργαλεία στους φροντιστές και τα ιδρύματα που αλληλεπιδρούν με το παιδί (Waaler et al., 2024).

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Baroncelli et al. (2023). Attachment to others and callous-unemotional traits in a sample of high school students. Current Psychology, Volume 43, pages 179-191.

Craig, S. et al. (2022). A systematic review of callous-unemotional traits and attachment in children and adolescents. Attachment & Human Development, Volume 26, 2022,  Issue 2. Doi: 10.1080/14616734.2024.2349569.

Figueriedo, P. et al.( 2024). Callous–Unemotional Traits and Conduct Problems in Children: The Role of Strength and Positive Characteristics.

Behavioral Sciences, Volume 14, Issue 7. Doi: 10.3390/bs14070609.

Fragaki, I., Cima, M. & Meesters, C. (2016). The Association Between Callous–Unemotional Traits, Externalizing Problems, and Gender in Predicting Cognitive and Affective Morality Judgments in Adolescence.  Journal of Youth and Adolescence, Volume 45, pages 1917-1930.

Johanson, M. et al. (2020). A Systematic Literature Review of Neuroimaging of Psychopathic Traits. Front Psychiatry, 2020 Feb 6;10:1027.

Doi: 10.3389/fpsyt.2019.01027

Kohlhoff, K. et al. (2020). Callous-Unemotional Traits and Disorganized Attachment: Links with Disruptive Behaviors in Toddlers. Child Psychiatry Hum Dev., 2020 Jun; 51(3):399-406. Doi: 10.1007/s10578-019-00951-z.

Kyranides, M.N. et al. (2021). Adult attachment and psychopathic traits: Investigating the role of gender, maternal and paternal factors. Current Psychology, Volume 42, pages 4672-4681.

Pasalich, D. et al. (2023). Childhood Experiences of Alternative Care and Callousness/Unemotionality: A Conceptual Model, Scoping Review, and Research Agenda. Clinical Child and Family Psychology Review, 2023 Jul 12;26(3):789-804. Doi: 10.1007/s10567-023-00445-4.

Peng, J. et al. (2022). Parental attachment and emotional intelligence mediates the effect of childhood maltreatment on callous-unemotional traits among incarcerated male adolescents. Scientific Reports, 2022 Dec 8;12(1).

 Doi: 10.1038/s41598-022-25285-0.

Pinheiro, M.L. (2025). Exploring Attachment-Related Factors and Psychopathic Traits: A Systematic Review Focused on Women. Behavioral Sciences, 22;15(9):1293. Doi: 10.3390/bs15091293.

Ruiter, C. et al. (2022). A meta-analysis of childhood maltreatment in relation to psychopathic traits. PLoS One. 2022 Aug 10;17(8). Doi:10.1371/journal.pone.0272704.

Waaler, P.M. et al. (2024). Identification of treatment elements for adolescents with callous unemotional traits: a systematic narrative review. Child and Adolescent Psychiatry and Mental Health, Volume 18, article number 110.

Μετάβαση στο περιεχόμενο
Verified by MonsterInsights