Ο Παραβατικός Έφηβος: Αναπτυξιακοί Παράγοντες, Οικογενειακό Περιβάλλον και Ταυτότητα
Ιεροδιακόνου-Τσιμπίδη Φλωρεντία
(Απόφοιτη Φ.Π.Ψ, Απόφοιτη Ψυχολογίας, Τελειόφοιτη Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Δικαστικής Ψυχολογίας)
Η παραβατική συμπεριφορά στην εφηβεία αποτελεί ένα σύνθετο, πολυπαραγοντικό ψυχοκοινωνικό φαινόμενο, το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί επαρκώς μέσα από απλουστευτικές αιτιολογήσεις που εστιάζουν αποκλειστικά στην έλλειψη πειθαρχίας, στην ατομική «κακή επιλογή» ή σε μια υποτιθέμενη ηθική ανεπάρκεια του εφήβου. Τέτοιες προσεγγίσεις τείνουν να απομονώνουν τη συμπεριφορά από το αναπτυξιακό, συναισθηματικό και σχεσιακό της πλαίσιο, παραβλέποντας το γεγονός ότι η εφηβεία αποτελεί περίοδο έντονων ψυχικών ανακατατάξεων, αυξημένης ευαλωτότητας αλλά και αναζήτησης νοήματος. Η εφηβεία είναι περίοδος βαθιάς αναδιοργάνωσης του ψυχισμού, κατά την οποία το άτομο καλείται να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το σώμα, την εξουσία, τους σημαντικούς άλλους και κυρίως, με τον ίδιο του τον εαυτό. Σε αυτό το πλαίσιο, η παραβατική πράξη συχνά λειτουργεί ως ψυχικός μηχανισμός ρύθμισης, ως τρόπος επικοινωνίας και ως μέσο συγκρότησης ταυτότητας. Η παραβατική συμπεριφορά στην εφηβεία δεν εμφανίζεται σε ψυχικό κενό. Αντίθετα, εγγράφεται σε ένα πλέγμα σχέσεων, εμπειριών και αναπτυξιακών διεργασιών που προηγούνται της πράξης και συχνά την προαναγγέλλουν.
Αναπτυξιακή διάσταση και βαθύ ψυχολογικό υπόβαθρο
Σε αναπτυξιακό επίπεδο, ο έφηβος βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής εξάρτησης και ενήλικης αυτονομίας. Η ανάγκη για διαφοροποίηση από τους γονείς, η έντονη συναισθηματική φόρτιση και η αναζήτηση εμπειριών που επιβεβαιώνουν την αίσθηση ύπαρξης δημιουργούν ένα πλαίσιο αυξημένης ευαλωτότητας. Μέσα σε αυτό το μεταβατικό πεδίο, η παραβατικότητα μπορεί να λειτουργήσει ως απόπειρα οργάνωσης ενός εσωτερικού χάους, αλλά και ως τρόπος σχέσης με έναν κόσμο που βιώνεται ως ασταθής ή εχθρικός. Η νευροβιολογική ανωριμότητα των μηχανισμών αυτοελέγχου, σε συνδυασμό με την υπερδραστηριότητα των συστημάτων ανταμοιβής, ευνοεί τη λήψη ρίσκου και την παρορμητική συμπεριφορά. Η παραβατική πράξη, σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί απλώς παραβίαση κανόνων, αλλά συχνά έναν τρόπο ρύθμισης εσωτερικής έντασης και επιβεβαίωσης του «είμαι εδώ».
Η εφηβεία χαρακτηρίζεται από έντονη συναισθηματική διέγερση, αυξημένη παρορμητικότητα και ταυτόχρονα ανώριμες ακόμη εκτελεστικές λειτουργίες. Ο έφηβος βιώνει μια εσωτερική ανισορροπία ανάμεσα στην ένταση των συναισθημάτων και στη δυνατότητα επεξεργασίας τους, γεγονός που δημιουργεί ένα εσωτερικό έδαφος ευάλωτο σε εξωτερικευμένες συμπεριφορές. Η ανάγκη για άμεση εκφόρτιση, για δράση αντί για σκέψη, γίνεται ιδιαίτερα έντονη όταν το ψυχικό φορτίο υπερβαίνει τις αντοχές του ατόμου. Νευροαναπτυξιακές μελέτες δείχνουν ότι τα εγκεφαλικά συστήματα που σχετίζονται με την αναζήτηση έντονων εμπειριών και την ανταμοιβή ωριμάζουν νωρίτερα από εκείνα που σχετίζονται με τον αυτοέλεγχο και τη μακροπρόθεσμη σκέψη, γεγονός που καθιστά την εφηβεία περίοδο αυξημένης ευαλωτότητας σε ριψοκίνδυνες και παραβατικές συμπεριφορές (Steinberg, 2019).
Πιο συγκεκριμένα, ο παραβατικός έφηβος δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς να τον τοποθετήσουμε στο πολύπλοκο πλέγμα βιογραφικών διεργασιών και σχέσεων όπου αναπτύσσεται. Η εφηβεία είναι μια φάση κοινωνικής επαναπροσανατολίωσης και νευροαναπτυξιακής αλλαγής. Oι νευροβιολογικές μελέτες που διερεύνησαν την αύξηση της ανταποκρισιμότητας στα κοινωνικά κίνητρα και την ασυγχρονία μεταξύ συστημάτων ανταμοιβής και προμετωπιαίας ρύθμισης δείχνουν ότι οι έφηβοι είναι κατά μέσο όρο πιο ευαίσθητοι σε ανταμοιβές και κοινωνικές αντανακλάσεις ενώ τα δίκτυα αυτοελέγχου ωριμάζουν σταδιακά (Blakemore, 2018· Hansen et al., 2019). Αυτή η νευροαναπτυξιακή «κλίση» δεν μεταφράζεται αυτόματα σε παραβατικότητα, αλλά μετασχηματίζεται σε ρίσκο όταν το περιβάλλον δεν προσφέρει επαρκείς προστατευτικούς μηχανισμούς. Ουσιαστικά, η παραβατική πράξη μπορεί να λειτουργήσει ως σωματοποιημένο νόημα ή ως πρακτική ρύθμισης εσωτερικής έντασης, μέσο δοκιμής ορίων ή ως στρατηγική για την απόκτηση κοινωνικής αναγνώρισης. Σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι τα ατομικά προφίλ ανταμοιβής/παρορμητικότητας αλληλεπιδρούν με τον κοινωνικό περίγυρο. Ο ίδιος νευροβιολογικός «δείκτης» οδηγεί σε διαφορετικές συμπεριφορές ανάλογα με την ποιότητα οικογενειακής φροντίδας και τη σύνθεση του συνομήλικου κύκλου
Σε ψυχοδυναμικό επίπεδο, η παραβατικότητα συχνά συνδέεται με την αδυναμία συμβολικής επεξεργασίας έντονων συναισθημάτων και εσωτερικών συγκρούσεων. Όταν το συναίσθημα δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε σκέψη, μετατρέπεται σε πράξη. Η παραβατική συμπεριφορά λειτουργεί τότε ως υποκατάστατο της ψυχικής επεξεργασίας, ως ένας τρόπος «να γίνει κάτι» εκεί όπου η σκέψη καταρρέει ή απουσιάζει. Ο έφηβος που δεν μπορεί να σκεφτεί αυτό που νιώθει, το «δείχνει» μέσω της πράξης. Το acting out λειτουργεί ως εξωτερική αναπαράσταση εσωτερικών συγκρούσεων, ιδιαίτερα όταν ο θυμός, η ντροπή ή η ματαίωση βιώνονται ως αφόρητα (Fonagy et al., 2019). Η παραβατική συμπεριφορά, επομένως, δεν είναι απλώς παρορμητική. Eίναι συχνά νοηματοδοτημένη και ενταγμένη σε μια προσπάθεια ψυχικής οργάνωσης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η ναρκισσιστική διάσταση. Έφηβοι με εύθραυστη αυτοεκτίμηση και εσωτερικευμένο αίσθημα ανεπάρκειας μπορεί να χρησιμοποιούν την παραβατική πράξη για να αποκαταστήσουν προσωρινά μια αίσθηση ισχύος, ελέγχου και ορατότητας. Η επιθετικότητα ή η αντικοινωνική συμπεριφορά λειτουργούν τότε ως άμυνες απέναντι σε βαθιά βιώματα ντροπής και απόρριψης (Crocetti et al., 2020).
Οικογενειακό περιβάλλον: συναισθηματικό κλίμα, όρια και πρώιμες σχέσεις δεσμού
Το οικογενειακό πλαίσιο αποτελεί τον πρωταρχικό χώρο μέσα στον οποίο ο έφηβος μαθαίνει -ή αποτυγχάνει να μάθει- να ρυθμίζει το συναίσθημά του, να αναγνωρίζει τις εσωτερικές του καταστάσεις και να νοηματοδοτεί τα όρια. Η ποιότητα του συναισθηματικού κλίματος στην οικογένεια επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο ο έφηβος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τους άλλους. Σε οικογένειες όπου επικρατεί συναισθηματική αστάθεια, ασυνέπεια στους ρόλους ή αντιφατικά μηνύματα, ο έφηβος μεγαλώνει χωρίς σαφές εσωτερικό πλαίσιο. Η απουσία συναισθηματικής διαθεσιμότητας, η παραμέληση ή η χρόνια σύγκρουση δεν επιτρέπουν την ασφαλή εσωτερίκευση ενός «καλού αντικειμένου» που θα λειτουργούσε ως ρυθμιστής. Έρευνες των τελευταίων ετών δείχνουν ότι η παραβατική συμπεριφορά συνδέεται συχνά με οικογενειακά περιβάλλοντα που χαρακτηρίζονται από συναισθηματική ασυνέπεια, χαμηλή διαθεσιμότητα των γονέων, έντονη σύγκρουση ή ασαφή όρια (Shek et al., 2022).
Η σχέση με τους γονείς και τους βασικούς φροντιστές χαρακτηρίζεται συχνά από αμφιθυμία. Ο παραβατικός έφηβος μπορεί να εμφανίζεται προκλητικός, επιθετικός ή αδιάφορος, την ίδια στιγμή που σε βαθύτερο επίπεδο διατηρεί μια έντονη ανάγκη για αναγνώριση και επιβεβαίωση. Συχνά πρόκειται για εφήβους που δεν ένιωσαν ότι τους «είδαν» ή τους «άκουσαν» επαρκώς, και οι οποίοι αναπαράγουν μέσα από τη σύγκρουση μια πρώιμη εμπειρία συναισθηματικής ματαίωσης. Η παραβατικότητα γίνεται τότε ένας τρόπος να διατηρηθεί ο δεσμός, έστω και μέσα από αρνητική προσοχή.
Πιο λεπτομερώς, το οικογενειακό κλίμα που προδιαθέτει προς παραβατικότητα δεν είναι μονοσήμαντο· εμφανίζει χαρακτηριστικά που συχνά συνυπάρχουν και αλληλοενισχύονται. Πρώτον, η συναισθηματική απόσταση και η ατελής γονεϊκή διαθεσιμότητα οδηγούν σε έλλειμμα «καθρεφτισμού» και αδυναμία ανάπτυξης λεκτικών μορφών επεξεργασίας του θυμού ή της απογοήτευσης. Δεύτερον, η ασυνέπεια στις διαπαιδαγωγικές πρακτικές -όπου το ίδιο μέτρο επιβάλλεται αναλόγως της στιγμής ή της διάθεσης- παραμένει ισχυρός προγνωστικός παράγοντας: οι έφηβοι μαθαίνουν ότι ο κόσμος των συμβάσεων είναι ασταθής και δοκιμάζουν σταθερότητα μέσω εξελίξεων στη συμπεριφορά τους (μη-συνεπής έλεγχος/παρακολούθηση μειώνει εσωτερικευμένη αυτορρύθμιση). Τρίτον, η υπερβολική αυταρχικότητα ή η τιμωρητική γονεϊκή στάση συχνά πυροδοτεί αντιδραστικές τακτικές. H ανάγκη για αυτονόμηση γίνεται σύγκρουση, και η πράξη μπορεί να λειτουργήσει ως ο τρόπος διαπραγμάτευσης εξουσίας μέσα στην οικογένεια. Όταν οι αρχικοί δεσμοί είναι επισφαλείς, η σημασία των σχέσεων «προς επιβεβαίωση» αυξάνεται. Η θεωρία προσκόλλησης σε σύγχρονη επανεξέταση για την εφηβική περίοδο συσχετίζει την ανασφαλή προσκόλληση με αυξημένες εξωτερικευμένες συμπεριφορές. Aυτό δεν σημαίνει απλώς «προκαθορισμό» αλλά μια δυναμική όπου οι ασταθείς δεσμοί επηρεάζουν τη λειτουργία αυτορρύθμισης και την ικανότητα του εφήβου να χειριστεί κοινωνική απόρριψη χωρίς επιθετικότητα (Wallace, 2023· Li et al., 2019).
Σε κλινικό επίπεδο, συναντά κανείς συχνά εφήβους που εμφανίζονται προκλητικοί ή αδιάφοροι απέναντι στους γονείς τους, ενώ ταυτόχρονα φέρουν έντονη ανάγκη για αναγνώριση. Ένας έφηβος που εμπλέκεται επανειλημμένα σε μικροπαραβάσεις μπορεί, για παράδειγμα, να περιγράφεται από το οικογενειακό περιβάλλον ως «αδιάφορος» ή «χωρίς τύψεις». Ωστόσο, στην ψυχολογική διερεύνηση αποκαλύπτεται συχνά ένα ιστορικό συναισθηματικής ματαίωσης, όπου η αρνητική προσοχή υπήρξε η μόνη σταθερή μορφή επαφής. Η παραβατικότητα λειτουργεί τότε ως τρόπος διατήρησης του δεσμού: «υπάρχω, έστω και ως πρόβλημα». Σε οικογένειες όπου τα όρια είναι είτε υπερβολικά άκαμπτα είτε σχεδόν ανύπαρκτα, ο έφηβος δυσκολεύεται να εσωτερικεύσει έναν σταθερό εσωτερικό κανόνα. Η παραβατική συμπεριφορά μπορεί τότε να λειτουργήσει ως τρόπος δοκιμής των ορίων: μια ασυνείδητη ερώτηση προς το περιβάλλον για το αν υπάρχει κάποιος που αντέχει, που θέτει όρια χωρίς να απορρίπτει. Παρατηρείται συχνά ότι έφηβοι με επαναλαμβανόμενες παραβατικές πράξεις έχουν βιώσει είτε συναισθηματική παραμέληση είτε απρόβλεπτες, τιμωρητικές αντιδράσεις από τους φροντιστές τους (Fonagy et al., 2019· Thornberg et al., 2022· Shek et al., 2022).
Η ναρκισσιστική διάσταση της παραβατικής συμπεριφοράς είναι επίσης κρίσιμη. Έφηβοι με εύθραυστη αυτοεκτίμηση και εσωτερικευμένο αίσθημα ανεπάρκειας μπορεί να χρησιμοποιούν την παραβατική πράξη για να αποκαταστήσουν προσωρινά μια αίσθηση ισχύος και ελέγχου. Το αίσθημα «με φοβούνται» ή «με υπολογίζουν» λειτουργεί αντισταθμιστικά απέναντι σε βαθιά βιώματα ανυπαρξίας ή μη αξίας. Νεότερες έρευνες συνδέουν τη νεανική παραβατικότητα με δυσκολίες στη ρύθμιση της αυτοεκτίμησης και έντονη εξάρτηση από εξωτερική επιβεβαίωση (Crocetti et al., 2020).
Τέλος, δεν μπορεί να αγνοηθεί ο ρόλος του τραύματος, ακόμη και σε μη κραυγαλέες μορφές του. Η χρόνια συναισθηματική παραμέληση, η αστάθεια ή η επαναλαμβανόμενη ματαίωση δημιουργούν ένα ψυχικό υπόβαθρο υπερδιέγερσης ή κενού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η παραβατική συμπεριφορά μπορεί να λειτουργήσει είτε ως εκφόρτιση έντασης είτε ως προσπάθεια να βιωθεί κάτι έντονο εκεί όπου κυριαρχεί η αποσύνδεση (Van der Kolk, 2021).
Ο παραβατικός έφηβος, επομένως, δεν επιδιώκει απλώς να παραβιάσει κανόνες. Συχνά προσπαθεί να επιβιώσει ψυχικά μέσα σε συνθήκες εσωτερικής αστάθειας, να ρυθμίσει συναισθήματα που τον κατακλύζουν και να συγκροτήσει μια ταυτότητα εκεί όπου απουσιάζουν σταθερά στηρίγματα. Η κατανόηση αυτής της ψυχολογικής διάστασης δεν αναιρεί την ευθύνη, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για ουσιαστική πρόληψη, αποκατάσταση και πραγματική αλλαγή.
Σε μια χαρακτηριστική κλινική εικόνα, ένας έφηβος με επαναλαμβανόμενες μικροπαραβάσεις περιγράφεται από την οικογένεια ως «αδιάφορος», «χωρίς τύψεις» και «ανίκανος να μάθει από τα λάθη του». Η στάση αυτή συχνά συνοδεύεται από έντονη απογοήτευση και συναισθηματική απόσυρση των γονέων. Η διερεύνηση, ωστόσο, αποκαλύπτει ένα ιστορικό στο οποίο η προσοχή των γονέων ενεργοποιείται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από την τιμωρία. Η παραβατική πράξη λειτουργεί ως ο μόνος σταθερός τρόπος διατήρησης της σχέσης, ακόμη και αν αυτή βιώνεται ως αρνητική.
Σχολικό πλαίσιο και κοινωνικές σχέσεις: αυθεντία, απόρριψη και ένταξη
Η σχέση του παραβατικού εφήβου με το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς συχνά αναπαράγει, με εντυπωσιακή συνέπεια, προηγούμενα μοτίβα σχέσης με την αυθεντία, καθώς οι ψυχικές δυναμικές της οικογένειας μεταφέρονται σχεδόν αυτούσιες στο σχολικό πλαίσιο. Το σχολείο δεν βιώνεται απλώς ως χώρος μάθησης, αλλά ως σκηνή όπου επαναλαμβάνονται παλαιότερες εμπειρίες ελέγχου, ματαίωσης ή απόρριψης. Ο καθηγητής μπορεί να βιώνεται ως ελεγκτική ή απορριπτική φιγούρα, ενεργοποιώντας ασυνείδητες αναπαραστάσεις γονεϊκής εξουσίας. Η πρόκληση, η ειρωνεία ή η ανοιχτή σύγκρουση δεν αφορούν μόνο τον σχολικό κανόνα, αλλά τη βαθύτερη ανάγκη του εφήβου να επαναδιαπραγματευτεί τη θέση του απέναντι στην εξουσία. Σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι η χαμηλή ποιότητα σχέσης μαθητή-εκπαιδευτικού συνδέεται με σχολική αποξένωση και αυξημένη παραβατικότητα, ενώ η σταθερή, υποστηρικτική στάση λειτουργεί προστατευτικά. Έφηβοι που έχουν μεγαλώσει με συναισθηματική παραμέληση ή ασταθείς φροντιστές συχνά δυσκολεύονται να αναπτύξουν εμπιστοσύνη και να αντέξουν τα όρια χωρίς να τα βιώνουν ως απειλή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σύγκρουση με την εξουσία δεν αφορά τόσο τον κανόνα όσο το πρόσωπο που τον θέτει. Η παραβατική συμπεριφορά γίνεται τότε μια προσπάθεια αντιστροφής της ανισορροπίας δύναμης και ανάκτησης ελέγχου (Thornberg et al., 2022).
Παράλληλα, οι σχέσεις με τους συνομηλίκους διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Στις σχέσεις με τους συνομηλίκους, η παραβατική συμπεριφορά αποκτά συχνά ταυτότητα. Όταν ο έφηβος δεν βρίσκει χώρο αποδοχής σε θεσμικά πλαίσια, στρέφεται σε ομάδες που προσφέρουν σαφή ρόλο και αίσθηση του ανήκειν. Η παραβατική ομάδα δεν λειτουργεί μόνο ως πεδίο επιρροής, αλλά ως ψυχικό καταφύγιο. Η υιοθέτηση παραβατικών συμπεριφορών ενισχύεται μέσα από μηχανισμούς αμοιβαίας επιβεβαίωσης και «εκπαίδευσης στην απόκλιση», όπως δείχνουν σύγχρονες μετα-αναλύσεις για την επίδραση των συνομηλίκων. Όταν ο έφηβος βιώνει απόρριψη ή αποτυχία σε θεσμικά πλαίσια, η παραβατική ομάδα μπορεί να προσφέρει αίσθηση του ανήκειν, σαφή ρόλο και ταυτότητα (Giletta et al., 2021).
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η έννοια του acting out, η οποία επανέρχεται δυναμικά στη σύγχρονη κλινική σκέψη. Το acting out δεν είναι απλώς παρορμητικότητα· είναι μια μορφή επικοινωνίας μέσω της πράξης. Ο έφηβος «παίζει» στη σκηνή της πραγματικότητας όσα δεν μπορεί να αναπαραστήσει ψυχικά. Η παραβατική συμπεριφορά μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια να προκαλέσει μια αντίδραση από το περιβάλλον, να δοκιμάσει τα όρια του άλλου και να ελέγξει αν υπάρχει κάποιος που θα αντέξει χωρίς να καταρρεύσει ή να απορρίψει ().
Παραβατικότητα και συγκρότηση ταυτότητας: από τη σύγχυση στη «σταθερότητα» της απόκλισης
Η παραβατική συμπεριφορά μπορεί να ενταχθεί σε μια ευρύτερη, συχνά επώδυνη διεργασία συγκρότησης ταυτότητας. Η εφηβεία είναι η κατεξοχήν περίοδος κατά την οποία το άτομο καλείται να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος είμαι», εγκαταλείποντας παιδικές ταυτίσεις και δοκιμάζοντας νέους ρόλους. Όταν ο έφηβος αδυνατεί να επενδύσει σε θετικές ταυτότητες, το «είμαι παραβατικός» προσφέρει συνοχή και σαφήνεια. Σύγχρονες αναπτυξιακές μελέτες δείχνουν ότι η παρατεταμένη σύγχυση ταυτότητας σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα υιοθέτησης αντικοινωνικών ρόλων ως κύριου άξονα αυτοπροσδιορισμού (Meeus, 2018· Luyckx et al., 2020).
Κλινικές και κοινωνικές παρεμβάσεις: από την τιμωρία στη νοηματοδότηση
Η κατανόηση της παραβατικής συμπεριφοράς ως ψυχικής διεργασίας έχει άμεσες συνέπειες για την παρέμβαση. Προσεγγίσεις που εστιάζουν αποκλειστικά στην τιμωρία ή στον έλεγχο τείνουν να ενισχύουν τη σύγκρουση και να παγιώνουν την αρνητική ταυτότητα. Αντίθετα, παρεμβάσεις που ενσωματώνουν την οικογένεια, ενισχύουν τη σχέση με σταθερούς ενήλικες και καλλιεργούν την ικανότητα νοηματοδότησης των συναισθημάτων εμφανίζουν καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα (Luyten et al., 2020).
Σε σχολικό επίπεδο, η ενίσχυση της σχέσης μαθητή-εκπαιδευτικού, η σαφήνεια ορίων σε συνδυασμό με συναισθηματική διαθεσιμότητα και η αποφυγή στιγματισμού λειτουργούν προστατευτικά. Σε κλινικό πλαίσιο, θεραπευτικές προσεγγίσεις που ενισχύουν τη νοητική ενσυναίσθηση και την επεξεργασία τραυματικών εμπειριών βοηθούν τον έφηβο να μεταβεί από την πράξη στον λόγο (Fonagy et al., 2019· Van der Kolk, 2021).
Η παραβατική πράξη, επομένως, δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από την ψυχική οικονομία του εφήβου. Συχνά λειτουργεί ως εξωτερική αναπαράσταση εσωτερικών συγκρούσεων, ματαιώσεων και τραυματικών εμπειριών. Όσο περισσότερο η κοινωνία εστιάζει αποκλειστικά στην πράξη και όχι στο νόημά της, τόσο ενισχύεται η παγίωση της παραβατικής ταυτότητας. Η τιμωρία, όταν δεν συνοδεύεται από κατανόηση και δυνατότητα επανόρθωσης, ενισχύει το αίσθημα αποκλεισμού και επιβεβαιώνει τον ρόλο του «επικίνδυνου άλλου». Η παραβατική συμπεριφορά του εφήβου δεν αναιρεί την ευθύνη, αλλά απαιτεί κατανόηση. Μόνο μέσα από μια πολυεπίπεδη προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη την αναπτυξιακή φάση, το οικογενειακό πλαίσιο και τη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας μπορεί να δημιουργηθεί χώρος για ουσιαστική αλλαγή.
Η ουσιαστική προσέγγιση του παραβατικού εφήβου προϋποθέτει μια μετατόπιση από το «τι έκανε» στο «τι προσπαθεί να εκφράσει». Η θέσπιση ορίων παραμένει αναγκαία, όχι όμως ως μέσο εξουσίας, αλλά ως πλαίσιο ασφάλειας. Παράλληλα, η δυνατότητα νοηματοδότησης της πράξης, η αποκατάσταση των σχέσεων και η ενίσχυση μιας πιο λειτουργικής ταυτότητας αποτελούν κρίσιμους παράγοντες πρόληψης της υποτροπής. Ο παραβατικός έφηβος δεν είναι απλώς ένας νέος που παραβιάζει κανόνες. Είναι συχνά ένας έφηβος που δεν βρήκε άλλον τρόπο να υπάρξει, να ακουστεί ή να ανήκει. Αν επιθυμούμε πραγματική πρόληψη και ουσιαστική παρέμβαση, οφείλουμε να τον δούμε όχι μόνο ως φορέα πράξης, αλλά ως φορέα ιστορίας.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Blakemore, S.-J. (2018). Avoiding social risk in adolescence. Current Directions in Psychological Science.
Crocetti, E., Moscatelli, S., Van der Graaff, J., Rubini, M., Meeus, W., & Branje, S. (2020). The interplay of self-esteem and identity formation in adolescence. European Journal of Personality, 34(4), 566-581.
Crone, E. A., & van Duijvenvoorde, A. C. K. (2021). Multiple pathways of risk taking in adolescence. Developmental Review, 62, Article 100996. Doi: 0.1016/j.dr.2021.100996
Fonagy, P., Luyten, P., Allison, E., & Campbell, C. (2019). Mentalizing, trauma, and psychopathology. Psychopathology, 52(2), 94-104.
Giletta, M., Scholte, R. H. J., Engels, R. C. M. E., & Prinstein, M. J. (2021). Adolescent peer relations and externalizing behavior. Developmental Psychology, 57(2), 255-268.
Hansen, A., et al. (2019). Adolescent brain response to reward is associated with a bias toward immediate reward. Dev Neuropsychol. 2019 Jul 10;44(5):417–428. Doi: 10.1080/87565641.2019.1636798
Li, J. B., et al. (2019). Parenting and self-control across adolescence (meta-analysis). Journal of Research on Adolescence.
Luyckx, K., Klimstra, T. A., Duriez, B., Van Petegem, S., & Beyers, W. (2020). Personal identity processes and self-esteem in adolescence. Journal of Youth and Adolescence, 49(1), 1-5.
Luyten, P., Campbell, C., & Fonagy, P. (2020). Borderline personality disorder, complex trauma, and problems with mentalizing. Journal of Personality Disorders, 34(1), 1-19.
Meeus, W. (2018). Adolescent psychosocial development: A review of longitudinal models. Journal of Research on Adolescence, 28(1), 196-209.
Shek, D. T. L., Zhu, X., & Dou, D. (2022). Family processes and adolescent delinquency. International Journal of Environmental Research and Public Health, 19(3), 1234.
Steinberg, L. (2019). Adolescence (12th ed.). McGraw-Hill.
Thornberg, R., Wänström, L., & Jungert, T. (2022). Authoritative teaching and student behavior. Educational Psychology, 42(3), 345-360.
Van der Kolk, B. (2021). The body keeps the score. Penguin.
Wallace, L. N. (2023). Parenting practices and adolescent delinquency: Evidence and implications. Child & Youth Services Review