Στολίζω ή δεν στολίζω; Το πένθος στις γιορτές δεν έχει σωστή απάντηση
Οι γιορτές συχνά παρουσιάζονται ως κάτι υποχρεωτικά χαρούμενο. Φωτάκια, μουσική, χαμόγελα, προσδοκίες. Όμως η πραγματικότητα για πολλούς ανθρώπους είναι πιο σύνθετη: το πένθος δεν μπαίνει σε παύση επειδή στόλισαν τους δρόμους. Και σίγουρα δεν προσαρμόζεται στο ημερολόγιο. Για πολλούς ανθρώπους αυτή η περίοδος συνοδεύεται από απουσίες, αναμνήσεις και μια εσωτερική σύγκρουση:
«Πρέπει να χαρώ; Επιτρέπεται να στεναχωριέμαι; Κι αν νιώθω και τα δύο;»
Αυτή η δυαδικότητα –από τη μία η κοινωνική πίεση της «θετικότητας» και από την άλλη η προσωπική ανάγκη για χώρο, σιωπή, ή διαφορετική έκφραση– μπορεί να κάνει την περίοδο των γιορτών ιδιαίτερα απαιτητική. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν δύο πιθανά –και απολύτως φυσιολογικά– βιώματα μέσα στις γιορτές:
- Τους ανθρώπους που δεν θέλουν να γιορτάσουν και πιέζονται να χαμογελάσουν.
- Τους ανθρώπους που θέλουν να στολίσουν και να συμμετέχουν λίγο στις γιορτές, αλλά φοβούνται ότι αυτό θα θεωρηθεί “έλλειψη πένθους”.
Και οι δύο εμπειρίες είναι πραγματικές, σεβαστές και ανθρώπινες.
-
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν καθόλου τις γιορτές — και αυτό είναι εντάξει
Η έρευνα δείχνει ότι οι γιορτές συχνά ενισχύουν το αίσθημα απώλειας, γιατί συνηθώς ξεχωρίζουν αυτοί που «λείπουν» (Neimeyer, 2002). Όταν όλοι γύρω χαμογελούν, το άτομο που πενθεί μπορεί να νιώσει ότι είναι «εκτός ρυθμού» ή ότι δεν χωράει μέσα στη γενική ευφορία. Κάποιοι άνθρωποι, μέσα στο πένθος τους, δεν έχουν διάθεση ούτε για στολισμούς, ούτε για προσκλήσεις σε εορταστικά τραπέζια, ούτε για «τι θα κάνεις φέτος;».
Και είναι φυσιολογικό. Δεν σημαίνει ότι κάνει κάτι λάθος. Σημαίνει ότι προστατεύει τον εαυτό του από υπερβολικά ερεθίσματα. Σημαίνει ότι χρειάζεται ηρεμία. Δεν χρειάζεται να χαμογελάσει αναγκαστικά. Δεν χρειάζεται να «μπει στο κλίμα». Δεν χρειάζεται να δικαιολογηθεί. Το να επιτρέψει κάποιος στον εαυτό του να μην συμμετέχει, να μην στολίσει, να μην «χαρεί» με τον τρόπο που περιμένουν οι άλλοι, είναι μια πράξη αυτοφροντίδας – όχι αχαριστίας.
-
Υπάρχουν άνθρωποι που πενθούν και θέλουν να στολίσουν — κι αυτό είναι επίσης εντάξει
Υπάρχει και η άλλη πλευρά, λιγότερο συζητημένη, αλλά εξίσου συχνή: άνθρωποι που πενθούν, αλλά νιώθουν μια αυθόρμητη διάθεση να συμμετέχουν στις γιορτές με μεγαλύτερη ανάγκη από ότι προηγούμενες φορές. Κι εδώ εμφανίζεται η κριτική:
«Μα πενθείς… πώς στολίζεις;», «Δεν στεναχωριέσαι αρκετά;».
Η πραγματικότητα είναι ότι αυτό δεν είναι «έλλειψη σεβασμού» προς την απώλεια. Δεν σημαίνει ότι «πέρασε» ο πόνος ή ότι «χαίρονται υπερβολικά». Σύμφωνα με τα σύγχρονα μοντέλα πένθους (Stroebe & Schut, 2016), οι άνθρωποι πηγαίνουν μπρος–πίσω ανάμεσα σε δύο πόλους:
- Προσανατολισμός στην απώλεια
Συγκίνηση, θλίψη, αναστοχασμός, ανάγκη για απομάκρυνση από κοινωνικές πιέσεις. - Προσανατολισμός στην αποκατάσταση
Αναζήτηση κανονικότητας, δημιουργία μικρών νησίδων χαράς, ενεργή προσπάθεια επανασύνδεσης με τη ζωή.
Τα άτομα «ταλαντεύονται» ανάμεσά τους — και αυτή η εναλλαγή είναι που βοηθά στην προσαρμογή. Η εναλλαγή θλίψης – ανάσας – θλίψης είναι υγιής και αναμενόμενη. Δεν σημαίνει λήθη. Δεν σημαίνει έλλειψη αγάπης. Το μυαλό χρειάζεται μικρές ανάσες για να αντέξει την ένταση του πένθους. Το να στολίσει κάποιος δεν ακυρώνει την αγάπη και τη μνήμη. Συχνά την τιμά. Κάποιες φορές είναι μια προσπάθεια να διατηρηθεί κάτι σταθερό μέσα σε μια απώλεια που ταρακούνησε τα πάντα.
Επιπλέον, μελέτες δείχνουν ότι η προσαρμογή στο πένθος συχνά περιλαμβάνει και στιγμές συμμετοχής σε πράγματα που φέρνουν λίγη ζεστασιά (Bonanno, 2009). Όχι για να «ξεχάσει» κανείς, αλλά για να αντέξει.
-
Γιατί κανένας από τους δύο τρόπους δεν είναι λάθος
Οι δύο αυτές εμπειρίες –η απόσταση και η συμμετοχή– είναι μορφές διαχείρισης και συνδέονται με προστατευτικούς μηχανισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου. Καμία δεν είναι πιο «σωστή». Καμία δεν αποδεικνύει λιγότερη ή περισσότερη αγάπη.
Το πένθος είναι πολύ προσωπική εμπειρία. Δεν συγκρίνεται. Δεν μετριέται. Δεν βαθμολογείται. Δεν έχει ημερομηνίες, κανόνες ή «σωστή» εμφάνιση. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει:
- να μην στολίσεις,
- να στολίσεις,
- να χαμογελάσεις,
- να κλάψεις,
- να «το ξεπεράσεις γρήγορα»,
- ή να «μην το ξεπεράσεις και τόσο γρήγορα».
Αυτό που δείχνουν σταθερά οι μελέτες (McClatchey & Raven, 2017) είναι ότι οι άνθρωποι θεραπεύονται καλύτερα όταν:
- τους δίνεται επιλογή,
- οι αντιδράσεις τους δεν παθολογικοποιούνται,
- έχουν χώρο να εκφράσουν το αυθεντικό τους συναίσθημα.
Ο πιο υγιής δρόμος είναι αυτός που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει λίγο πιο σταθερός, όχι αυτός που «ταιριάζει» στις προσδοκίες των άλλων.
Συμπέρασμα: Η ελευθερία του πένθους είναι βασική προϋπόθεση ίασης
Το πένθος στις γιορτές δεν είναι παρέκκλιση από τον «κανόνα». Είναι μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Και το πώς θα το ζήσει κάποιος —με φως, χωρίς φως, με παρέα, με σιωπή— είναι βαθιά προσωπικό.
Ό,τι κι αν νιώθεις, έχεις δικαίωμα να το νιώθεις. Χωρίς απολογίες. Χωρίς εξηγήσεις. Με σεβασμό στον δικό σου ρυθμό. Επίτρεψε στον εαυτό σου «ασυμμετρία»: χαρά και λύπη μαζί.
Βιβλιογραφία
Bonanno, G. A. (2009). The other side of sadness: What the new science of bereavement tells us about life after loss. Basic Books/Hachette Book Group.
McClatchey, I., & Raven, R. (2017). Adding trauma-informed care at a bereavement camp to facilitate posttraumatic growth: A controlled outcome study. Advances in Social Work, 18, 349–366. https://doi.org/10.18060/21239
Neimeyer, R. A. (2002). Meaning reconstruction & the experience of loss: The language of loss—Grief therapy as a process of meaning reconstruction. American Psychological Association. https://doi.org/10.1037/10397-000
Stroebe, M., & Schut, H. (1999). The dual process model of coping with bereavement: Rationale and description. Death Studies, 23(3), 197–224. https://doi.org/10.1080/074811899201046