(+30) 211 218 4311
info@traumahelp.gr

Blog

10 Λόγοι που Κάποιος Αποφεύγει τη Θεραπεία (και Γιατί Αξίζει να το Τολμήσει)

Ιεροδιακόνου-Τσιμπίδη Φλωρεντία

   Το να αποφεύγει κάποιος την ψυχοθεραπεία είναι πολύ πιο συχνό απ’ όσο πιστεύουμε. Ακόμα κι όταν οι δυσκολίες είναι φανερές και η ανάγκη για στήριξη επείγουσα, πολλοί άνθρωποι διστάζουν, καθυστερούν ή απορρίπτουν την ιδέα του να απευθυνθούν σε έναν ειδικό. Αυτή η αντίσταση μπορεί να μην είναι τυχαία, καθώς πολλές φορές έχει τις ρίζες της σε αυτά που έχουμε διδαχθεί (έμμεσα ή άμεσα) από την οικογένεια και το ευρύτερο περιβάλλον μας. Αν μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι όπου το “δεν μιλάμε για τα προβλήματα” ήταν κανόνας ή όπου η αυτονομία και η αντοχή θεωρούνταν αρετές, τότε το να ζητήσουμε βοήθεια ενδέχεται να βιώνεται ως αποτυχία ή αδυναμία.

   Σε αυτό προστίθεται και το κοινωνικό στίγμα: η ιδέα ότι η θεραπεία είναι για “τους ψυχικά άρρωστους”, για “όσους δεν τα καταφέρνουν μόνοι τους”. Αυτές οι πεποιθήσεις, αν και λανθασμένες, είναι βαθιά ριζωμένες και συχνά λειτουργούν σαν αόρατοι φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και την αλλαγή που χρειάζεται.

   Οι λόγοι που κάποιος αποφεύγει τη θεραπεία είναι απολύτως κατανοητοί. Δεν πρόκειται για αδυναμία, αλλά για μια ψυχική άμυνα, όπου καθίσταται και συχνά προστατευτική. Όμως, για να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή, χρειάζεται να δούμε από πού έρχεται αυτή η άρνηση και πού τελικά μας κρατάει πίσω. Η θεραπεία δεν είναι πολυτέλεια ούτε λύση μόνο για τα “πολύ δύσκολα”. Είναι εργαλείο ενδυνάμωσης, αυτογνωσίας και συναισθηματικής απελευθέρωσης και αξίζει να την τολμήσει κανείς.

10 λόγοι που κάποιος αποφεύγει τη θεραπεία

1. Φόβος ότι θα βγουν στην επιφάνεια επώδυνα συναισθήματα

   Η ιδέα της θεραπείας μπορεί να γεννά βαθύ φόβο: “Κι αν ξεκινήσω να μιλάω και δεν μπορώ να σταματήσω;”, “Κι αν πονέσει πιο πολύ απ’ όσο αντέχω;”. Πολλοί άνθρωποι έχουν περάσει τη ζωή τους προσπαθώντας να “τακτοποιήσουν” τα συναισθήματά τους σε κλειστά συρτάρια, φοβούμενοι πως αν τα ανοίξουν, όλα θα ξεχυθούν ανεξέλεγκτα. Ο πόνος, η θλίψη, η οργή, η ντροπή, όλα αυτά μοιάζουν σαν να καραδοκούν στο περιθώριο, έτοιμα να καταπιούν τον άνθρωπο αν τους δοθεί η παραμικρή διέξοδος. Αυτός ο φόβος είναι απόλυτα φυσιολογικός και συνήθως αποτελεί προστατευτική στρατηγική του ψυχισμού. Έχουμε μάθει να επιβιώνουμε “χωρίς να τα σκαλίζουμε”. Όμως αυτό έχει κόστος: ο πόνος δεν φεύγει επειδή δεν τον κοιτάμε. Αντιθέτως, μένει στο σώμα και τη συμπεριφορά μας και εκδηλώνεται ως ανεξήγητο άγχος, παρορμητικός θυμός, αποστασιοποίηση στις σχέσεις, κρίσεις πανικού, ψυχοσωματικά συμπτώματα. Ο πόνος που δεν αναγνωρίζεται, ζητάει πάντα να ακουστεί με άλλους τρόπους.

   Η αλήθεια είναι πως στη θεραπεία τίποτα δεν ανασύρεται βίαια. Τα συναισθήματα αντιμετωπίζονται σταδιακά, με ασφάλεια και συνοδεία και είναι μέσα από αυτή την επιτρεπτικότητα που μπορεί να γίνει επεξεργασία και απελευθέρωση. Δεν είσαι μόνος/η σου σε αυτό. Υπάρχει τρόπος να αγγίξεις τον πόνο σου χωρίς να χαθείς μέσα του και μέσα από αυτή τη διαδικασία, βρίσκεις όχι μόνο ανακούφιση, αλλά και βαθύτερη επαφή με τον εαυτό σου.

2. Αίσθηση ότι “πρέπει να τα καταφέρω μόνος/η μου”

   Ένα από τα πιο ισχυρά και συχνά αόρατα εμπόδια στην αναζήτηση θεραπείας είναι η βαθιά εσωτερικευμένη ιδέα ότι “δεν πρέπει να χρειάζομαι βοήθεια”. Πολλοί άνθρωποι μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα που ανύψωναν την αυτάρκεια ως υπέρτατη αξία. Οι ευάλωτες στιγμές αντιμετωπίζονταν με σιωπή, απόσταση ή απαξίωση: “Μη γκρινιάζεις”, “Πάρε τον εαυτό σου από το χεράκι”, “Εμείς δεν είχαμε τέτοιες πολυτέλειες”. Το παιδί μαθαίνει ότι οι ανάγκες του είναι ενοχλητικές, ή ντροπιαστικές κι έτσι προσπαθεί να τις εξαφανίσει. Το ίδιο παιδί, ως ενήλικας πια, νιώθει ντροπή ή αδυναμία όταν αναγνωρίζει ότι δυσκολεύεται και χρειάζεται στήριξη.

   Η πραγματικότητα όμως είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος να τα αντέχει όλα μόνος του. Είμαστε βαθιά διαπροσωπικά όντα, που έχουμε ανάγκη από καθρέφτισμα, κατανόηση και ασφάλεια. Η δύναμη δεν βρίσκεται στην απομόνωση, αλλά στην αναγνώριση των ορίων μας και στην ικανότητα να ζητάμε συντροφιά εκεί που την έχουμε ανάγκη. Η ψυχοθεραπεία δεν αφαιρεί την αυτονομία, αντίθετα την ενδυναμώνει, γιατί την βασίζει στην αυθεντικότητα, όχι στην άρνηση. Το “να τα καταφέρω μόνος” μπορεί να είναι σημάδι επιβίωσης. Το “να επιτρέψω να με βοηθήσουν” είναι σημάδι ζωής.

3. Πεποίθηση ότι “δεν είναι τόσο σοβαρό για να πάω σε θεραπεία”

   Ένας από τους πιο ύπουλους λόγους αποφυγής είναι η υποτίμηση του ίδιου του βιώματος: “Δεν έχω περάσει τίποτα τρομερό”, “Άλλοι έχουν ζήσει πολύ χειρότερα”, “Μάλλον υπερβάλλω”. Αυτή η αυτοακύρωση συχνά προέρχεται από συγκρίσεις με το τραύμα των άλλων ή από το οικογενειακό περιβάλλον που ενθάρρυνε τη σιωπή και την αντοχή. Το πρόβλημα γίνεται “μη πρόβλημα” και ο εσωτερικός πόνος κλείνεται ξανά στο ντουλάπι, χωρίς καμία φροντίδα.

   Όμως το πόσο “σοβαρό” είναι κάτι δεν το καθορίζουν οι άλλοι, το καθορίζει ο δικός σου ψυχισμός. Αν κάτι σε δυσκολεύει, σε πονάει, σε καθηλώνει, τότε είναι σημαντικό. Δεν χρειάζεται να έχεις ζήσει ένα “μεγάλο τραύμα” για να ζητήσεις βοήθεια. Η θεραπεία δεν είναι μόνο για “βαριές περιπτώσεις”. Είναι για κάθε άνθρωπο που νιώθει ότι κάτι μέσα του μπλοκάρει τη χαρά, την ελευθερία, τη σύνδεση. Το να στρέφεσαι προς τον εαυτό σου με φροντίδα, δεν είναι υπερβολή, είναι πράξη βαθιάς σοβαρότητας απέναντι στη ζωή σου.

4. Ντροπή και ενοχή για το ότι χρειάζομαι βοήθεια

   Για πολλούς ανθρώπους η ίδια η ανάγκη για ψυχική υποστήριξη προκαλεί ντροπή. Η ντροπή αυτή δεν αφορά μόνο την πράξη του να ζητάς βοήθεια, αλλά την ίδια την ύπαρξη της ανάγκης. Σαν να είναι κάτι προβληματικό το να αισθάνεσαι αδύναμος, μπερδεμένος, συναισθηματικά ευάλωτος. Αυτά τα συναισθήματα δεν γεννιούνται στο παρόν, αλλά αντίθετα είναι αποτέλεσμα παιδικών εμπειριών, όπου το “να χρειάζεσαι” σήμαινε ότι θα απορριφθείς, θα τιμωρηθείς ή θα ντροπιαστείς. Έτσι, το άτομο μαθαίνει να κρύβεται ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό.

    Στην ψυχοθεραπεία, μαθαίνεις να διαχωρίζεις τη δική σου φωνή από τις φωνές που σου επιβλήθηκαν. Μαθαίνεις ότι η ανάγκη δεν είναι αδυναμία, είναι μορφή ζωής. Δεν ντρέπεσαι που πεινάς, που διψάς, που κουράζεσαι, γιατί να ντρέπεσαι που πονάς; Το να ζητάς βοήθεια είναι σημάδι επίγνωσης και αυτό είναι κάτι βαθιά γενναίο.

5. Δυσπιστία απέναντι στους θεραπευτές ή στις ψυχολογικές διαδικασίες

   Η σκέψη “κανείς δεν μπορεί να με καταλάβει” ή “αυτά είναι ψευδοεπιστήμες” δεν είναι σπάνια. Πίσω από την απαξίωση της θεραπείας, κρύβεται συχνά μια προστατευτική καχυποψία. Αν έχεις βιώσει τη δυσκολία να σε κατανοούν ή να σε σέβονται, αν έχεις μάθει ότι “δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι κανέναν”, τότε είναι λογικό να δυσκολεύεσαι να ανοιχτείς σε έναν ξένο, πόσο μάλλον να στηριχτείς σε αυτόν.

   Η θεραπεία δεν απαιτεί “πίστη”, απαιτεί παρουσία. Δεν πρόκειται για μαγικές λύσεις ή αυθεντίες που ξέρουν καλύτερα από εσένα. Είναι μια συνάντηση, ένας ασφαλής χώρος εξερεύνησης, όπου δοκιμάζεις τι σημαίνει εμπιστοσύνη μέσα στη σχέση. Δεν χρειάζεται να πιστεύεις από την αρχή. Μπορείς απλώς να δοκιμάσεις, να παρατηρήσεις και να δεις πώς νιώθεις. Η θεραπευτική εμπειρία δεν βασίζεται στη θεωρία, βασίζεται στον άνθρωπο.

6. Τραυματικές ή απογοητευτικές εμπειρίες από προηγούμενη θεραπεία

   Δεν είναι όλοι οι θεραπευτές κατάλληλοι για όλους και δεν είναι όλες οι σχέσεις εποικοδομητικές, μεταξύ αυτών ούτε οι θεραπευτικές. Αν έχεις δοκιμάσει στο παρελθόν και ένιωσες ακύρωση, αδιαφορία ή ότι δεν υπήρξε σύνδεση, είναι φυσικό να αποθαρρύνθηκες. Η απογοήτευση από τη θεραπεία μπορεί να είναι ένα μικρό ή μεγάλο τραύμα, ειδικά όταν εναπόθεσες εκεί ελπίδες και δεν εισακούστηκαν.

   Όμως το ότι μια σχέση δεν λειτούργησε, δεν σημαίνει ότι όλες είναι ίδιες. Όπως δεν εγκαταλείπουμε τη φιλία επειδή μια φιλία μάς πλήγωσε, έτσι δεν χρειάζεται να παραιτηθούμε από τη θεραπεία επειδή ένας θεραπευτής δεν ήταν σωστά συντονισμένος μαζί μας. Η θεραπεία είναι πάνω απ’ όλα σχέση κι’ αν κάτι δεν λειτούργησε, μπορεί να γίνει αφορμή να μάθεις τι χρειάζεσαι και να διεκδικήσεις έναν χώρο που να σου ταιριάζει. Η αποτυχία δεν ακυρώνει την αξία, την ενισχύει, όταν μετατρέπεται σε πυξίδα για κάτι καλύτερο.

7. Οικονομικοί λόγοι ή προτεραιοποίηση άλλων αναγκών

   Η πραγματικότητα είναι πως η θεραπεία απαιτεί χρόνο και χρήμα και σε έναν κόσμο που συνεχώς πιέζει για επιβίωση, αυτό μπορεί να μοιάζει με πολυτέλεια. “Δεν περισσεύει”, “έχω άλλα έξοδα”, “πρέπει να φροντίσω πρώτα τους άλλους”. Συχνά, η ψυχική φροντίδα μετατίθεται στο τέλος της λίστας, ως κάτι που θα γίνει “όταν όλα τα άλλα τακτοποιηθούν”.

   Αλλά αυτό το “αργότερα” συνήθως δεν έρχεται και η εσωτερική φθορά συνεχίζει, αόρατη αλλά παρούσα. Η θεραπεία δεν είναι μόνο έξοδο, στην ουσία του πράγματος είναι επένδυση. Υπάρχουν λύσεις: δημόσιες δομές, θεραπευτές με προσαρμοσμένη τιμολόγηση, θεραπεία κάθε δεύτερη εβδομάδα. Δεν είναι ντροπή να μιλήσεις για τον οικονομικό σου περιορισμό, αντιθέτως είναι ανθρώπινο και μιά ευκαιρία να δεις τα πλαίσια κατανόησης και ενσυναίσθησης του θεραπευτή. Το κρίσιμο είναι να μη σε πείσει ο κόσμος ότι η ψυχή σου αξίζει λιγότερη φροντίδα από το σώμα σου ή τη δουλειά σου. Γιατί χωρίς ψυχική ανθεκτικότητα, όλα τα άλλα στηρίζονται σε εύθραυστο έδαφος.

8. Αβεβαιότητα για το τι είναι η θεραπεία και πώς λειτουργεί

   Η αποφυγή της θεραπείας πολλές φορές δεν προκύπτει από απόρριψη, αλλά από άγνοια. “Τι ακριβώς γίνεται εκεί;”, “Θα πρέπει να μιλήσω για όλα με τη μία;”, “Κι αν δεν ξέρω τι να πω;”. Το άγνωστο γεννά άγχος, και το άγχος γεννά αναβολή. Υπάρχει η εντύπωση ότι πρέπει να είσαι “σοβαρά άρρωστος”, “έτοιμος”, ή “καλά διατυπωμένος” για να ξεκινήσεις και έτσι, η αμφιβολία κρατά τους ανθρώπους μακριά από κάτι που θα μπορούσε να τους βοηθήσει βαθιά.

   Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει σωστός τρόπος να ξεκινήσεις θεραπεία. Δεν χρειάζεται να έχεις απαντήσεις ή να είσαι σε συγκεκριμένη “ψυχική κατάσταση”. Το μόνο που χρειάζεται είναι η επιθυμία να συναντήσεις τον εαυτό σου. Στη θεραπεία, κανείς δεν σε πιέζει να αποκαλυφθείς ή να “τα πεις όλα”. Η σχέση με τον θεραπευτή χτίζεται σταδιακά, με ρυθμό, με ασφάλεια, με σεβασμό στις άμυνές σου. Δεν χρειάζεται να ξέρεις πώς δουλεύει η θεραπεία για να ωφεληθείς, αρκεί να είσαι πρόθυμος/η να δεις πού μπορεί να σε πάει.

9. Φόβος της αλλαγής – γιατί και το γνώριμο πόνο τον “ξέρω”

   Μπορεί να φαίνεται παράλογο, αλλά για πολλούς ανθρώπους το να αλλάξουν είναι πιο τρομακτικό από το να παραμείνουν μέσα στον πόνο τους. Υπάρχει κάτι σχεδόν “οικείο” στον τρόπο που πονάμε: η μιζέρια, η μοναξιά, η αυτοϋπονόμευση, όσο δυσάρεστες κι αν είναι, είναι γνώριμες και αυτό το γνώριμο μάς κάνει να τις εμπιστευόμαστε περισσότερο από την αβεβαιότητα της αλλαγής. Γιατί η αλλαγή περιλαμβάνει το άγνωστο και εκεί φοβόμαστε πως ίσως χάσουμε κι αυτά που ξέρουμε.

   Αλλά το ότι κάτι είναι γνώριμο δεν σημαίνει ότι είναι και υγιές. Το να πονάς χωρίς προοπτική δεν είναι σημάδι αντοχής, είναι σημάδι εγκλωβισμού. Η θεραπεία δεν σε αλλάζει σε κάποιον άλλο, αντίθετα σε βοηθά να γίνεις περισσότερο ο εαυτός σου. Σε φέρνει πιο κοντά σε εκείνα τα κομμάτια που κρύφτηκαν, βουβάθηκαν ή στρεβλώθηκαν για να επιβιώσεις. Η αλλαγή δεν είναι πάντα εύκολη, όμως είναι η μόνη έξοδος από την επανάληψη του πόνου.

10. Εσωτερικευμένα οικογενειακά ή κοινωνικά μηνύματα κατά της θεραπείας

   Πίσω από την αποφυγή της θεραπείας βρίσκεται συχνά ένα βάρος που δεν είναι καθαρά προσωπικό. Σε πολλές οικογένειες, η ψυχοθεραπεία αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, ειρωνεία ή και απόρριψη. “Εμείς δεν τα λέμε αυτά σε ξένους”, “Μόνο οι αδύναμοι πάνε σε ψυχολόγο”, “Δεν χρειάζεται να σκαλίζεις τα παλιά”. Το παιδί που μεγάλωσε σε τέτοιο περιβάλλον μαθαίνει ότι η σιωπή είναι αρετή, ότι η εσωστρέφεια είναι δύναμη και ότι τα ψυχικά βάρη είναι προσωπική υπόθεση και έτσι, ακόμα κι αν θέλει να αναζητήσει θεραπεία, κουβαλά το εσωτερικό δίλημμα: “Θα προδώσω τους δικούς μου;”, “Είμαι αχάριστος/η αν στραφώ αλλού;”

   Η αλήθεια είναι πως δεν μπορείς να φροντίσεις τους άλλους αν παραμελείς τον εαυτό σου και δεν μπορείς να σώσεις μια οικογενειακή ιστορία επαναλαμβάνοντάς την. Η ψυχοθεραπεία δεν είναι απόρριψη της οικογένειας, είναι προσπάθεια να σταματήσεις το βάρος που περνάει από γενιά σε γενιά. Το να θεραπεύεσαι, είναι πράξη ευθύνης προς τον εαυτό σου, αλλά και προς εκείνους που σου έμαθαν, συχνά άθελά τους, να μην ζητάς τίποτα.

Αντί τέλους: Η γενναιότητα του να ζητάς βοήθεια

   Το να αποφεύγει κάποιος τη θεραπεία δεν σημαίνει ότι είναι αδύναμος ή αδιάφορος για την ψυχική του υγεία. Συνήθως σημαίνει ότι έχει μάθει να προστατεύεται με τον μόνο τρόπο που γνώρισε: τη σιωπή, την αυτάρκεια, την απόσυρση, την άρνηση των αναγκών του. Αυτοί οι μηχανισμοί είναι φυσικοί, ανθρώπινοι, συχνά αναγκαίοι για να αντέξουμε όσα βιώσαμε. Όμως η ζωή δεν είναι φτιαγμένη για επιβίωση μόνο. Είναι φτιαγμένη για σύνδεση, ανακούφιση, εξερεύνηση, νόημα.

   Η απόφαση να ξεκινήσει κανείς θεραπεία δεν είναι εύκολη, είναι όμως από τις πιο βαθιά μεταμορφωτικές επιλογές που μπορεί να κάνει κάποιος. Δεν χρειάζεται να είσαι “έτοιμος”. Δεν χρειάζεται να είσαι “χειρότερα”. Δεν χρειάζεται να ξέρεις το πώς, μόνο να νιώσεις το γιατί: γιατί αξίζεις να κατανοήσεις, να απαλύνεις, να εξελίξεις τον εαυτό σου.

   Μέσα στη θεραπευτική σχέση, μπορεί να γίνει κάτι μοναδικό: να ειπωθούν για πρώτη φορά πράγματα που έμειναν χρόνια σιωπηλά. Να ακουστούν χωρίς κρίση. Να δεις τον εαυτό σου όχι μέσα από τα μάτια εκείνων που σε περιόρισαν, αλλά μέσα από έναν χώρο αποδοχής και αυθεντικής παρουσίας. Δεν είναι ντροπή να ζητάς βοήθεια. Είναι από τις πιο γενναίες πράξεις αυτοσεβασμού και ελπίδας. Αν η αποφυγή της θεραπείας είναι ένα παλιό, μακρόχρονο μάθημα, τότε η θεραπεία μπορεί να γίνει ο χώρος όπου ξεμαθαίνεις και ξεκινάς να μαθαίνεις ξανά. Ποιος είσαι. Τι χρειάζεσαι και τι μπορεί στ’ αλήθεια να ανθίσει, όταν σταματήσεις να παλεύεις μόνος/η σου.

Μετάβαση στο περιεχόμενο