Μάθετε στο παιδί σας να θυμώνει… σωστά!
Ο θυμός είναι ένα από τα ευκολότερα αναγνωρίσιμα συναισθήματα και, παρόλο που όλοι έχουμε βρεθεί να θυμώνουμε σε στιγμές της ζωής μας, είναι φορτισμένος σαν ένα συναίσθημα παράλογο και κακό, μάλλον αδίκως. Αν και είναι αλήθεια ότι εξαιτίας του θυμού εύκολα μπορεί κάποιος να “ξεφύγει”, να πει η και να κάνει πράγματα που δεν εννοεί, ο θυμός δεν έγκειται απλά σε μια έκφραση επιθετικότητας. Είναι ένα συναίσθημα που είναι λογικό να νιώσει κανείς απέναντι στο αντικείμενο που τον πλήγωσε, είτε αυτό αποτελεί ένα άτομο, μια συνθήκη ή και τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι ένα καμπανάκι που σου λέει ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά, ότι κάτι πρέπει να αλλάξει ή να διευθετηθεί. Σαν κάτι τέτοιο πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε.
Οι ενήλικες με τον καιρό μαθαίνουν να διαχειρίζονται τον θυμό τους, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο αποτελεσματικά. Τα παιδιά όμως δεν έχουν περάσει ακόμη από τα απαραίτητα στάδια για να μπορούν να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, όποτε κάτι τόσο έντονο μπορεί να τα “πνίγει” και να τα δυσκολεύει πολύ. Γι’ αυτό και χρειάζονται την βοήθειά μας προκειμένου να μάθουν τι μπορούν και τι πρέπει να κάνουν.
Ο θυμός τους μπορεί να αποτελεί έκφραση φόβου, απογοήτευσης, ματαίωσης, ζήλιας, πόνου ή και άλλων συναισθημάτων. Ακόμη, μπορεί να εκφράζεται λόγω καταστάσεων που βιώνει το παιδί τόσο στο σχολείο (για παράδειγμα bullying ή συγκρούσεις με κάποιον δάσκαλο) όσο και στο σπίτι ή και την οικογένεια (αισθάνεται αδικημένο από τους γονείς, ζηλεύει τα αδέρφια του κλπ).
Το παιδί θα πρέπει να καταλάβει πως ό,τι νιώθει είναι φυσιολογικό και δεν θα πρέπει να ντρέπεται ή να φοβάται για αυτό, αλλά να το αναγνωρίζει και να το διαχειριστεί με τον σωστό τρόπο. Στην προσπάθεια αυτή σημαντικό ρόλο έχουν οι γονείς. Αυτοί είναι που θα του μάθουν πως να αντιλαμβάνεται τον θυμό του, πως να αναγνωρίζει από που προέρχεται και πως τελικά να το διαχειρίζεται.
Αρχικά, η αντίληψη του θυμού είναι σημαντική γιατί μόνο μέσα από την αναγνώρισή του μπορεί να γίνει κατανοητός και μόνο έτσι θα γίνεται αποδεκτός. Με την συγκάλυψή του αποφεύγουμε την αντιμετώπιση του συναισθήματος και αυτό καταλήγει να μας επιβαρύνει όλο και περισσότερο. Στο μέλλον κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην εμφάνιση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων. Το παιδί θα πρέπει να καταλάβει όχι μόνο ότι αυτό που νιώθει είναι φυσιολογικό αλλά και ότι το περιβάλλον του, και ειδικά οι γονείς του, είναι διατεθειμένοι να το ακούσουν όταν θέλει να τους μιλήσει για το συναίσθημα αυτό.
Καλλιεργώντας ένα κλίμα δεκτικότητας, ανοιχτό στην έκφραση του παιδιού και διατεθειμένο να το ακούσει πραγματικά το βοηθάμε να το διαχειριστεί και επικοινωνούμε καλύτερα μαζί του.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το παιδί θα πρέπει να έχει την δυνατότητα να κάνει ή να πει ό,τι θέλει απλά και μόνο λόγω του θυμού του. Η οριοθέτηση είναι εξίσου σημαντική με την ανοικτότητα. Τα παιδιά δεν γνωρίζουν εξαρχής ποιες συμπεριφορές τους είναι αποδεκτές και ποιες όχι, οπότε καλούνται και πάλι οι γονείς να τα διδάξουν. Τα όρια θα πρέπει να δίνονται με σαφήνεια, με ηρεμία και με συζήτηση. Τα παιδιά θα ανταποκριθούν πολύ καλύτερα σε όρια τα οποία αντιλαμβάνονται γιατί υπάρχουν και που δεν αιτιολογούνται απλά με την φράση “άκου εμένα που ξέρω”. Ακόμη και αν ξεφύγει από τα όρια θα πρέπει να τους εξηγείται γιατί αυτό που έκαναν είναι λάθος, για παράδειγμα λέγοντάς τους ότι με αυτό που έκαναν πλήγωσαν κάποιον άλλον και αυτό δεν είναι σωστό.
Εξίσου σημαντικό είναι να μάθουν πως να διαχειρίζονται το θυμό τους. Τα όρια που προαναφέρθηκαν συμβάλουν στην σωστή διαχείριση του θυμού αλλά πολύ συχνά μπορεί να μην είναι αρκετά. Δεν φτάνει να γνωρίζει το παιδί μόνο τι να μην κάνει. Όσο σημαντική και αν είναι αυτή η γνώση δεν του προσφέρει καμία λύση όταν έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά του. Χρειάζονται λοιπόν και συμπεριφορές τις οποίες θα μπορούν να ακολουθήσουν. Τα παιδιά πολύ συχνά μαθαίνουν μέσα από την μίμηση προτύπου. Επαναλαμβάνουν τις συμπεριφορές που βλέπουν να ακολουθούν οι ενήλικες. Έτσι μέσα από την σωστή διαχείριση του δικού μας θυμού μπορούμε να τους μάθουμε έμμεσα την αρμόζουσα συμπεριφορά. Είναι όμως πολύ σημαντικό να μην πράττουμε αντίθετα από αυτά που “διδάσκουμε” στα παιδιά, μιας και έτσι το παιδί μπορεί να υποτιμήσει την σημασία όσων λέμε ή να του δημιουργηθούν συγκρούσεις γύρω από αυτά που πιστεύει.
Τέλος, προσοχή θα πρέπει να δίνουμε και στην αντίδραση μας όταν τα παιδιά εκφράζουν τον θυμό τους ή μιλάνε για ό,τι τα έκανε να θυμώσουν. Οφείλουμε να τους δείξουμε την απαραίτητη σημασία ώστε να καταλάβουν ότι μας νοιάζει τι είναι αυτό που τα έφερε σε αυτή τη θέση και πως θέλουμε να τα βοηθήσουμε να το διαχειριστούν και να το ξεπεράσουν. Αυτό πρέπει να συμβαίνει ακόμη και όταν δεν καταλαβαίνουμε τον λόγο που αντιδρά έτσι το παιδί. Με φωνές και τσακωμούς το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να επιδεινωθεί η κατάσταση και σταδιακά το παιδί να θέλει να μοιραστεί λιγότερα και να απομακρύνεται. Μπορούμε να εκφράσουμε την διαφωνία μας ή την δυσαρέσκεια μας, πάντα όμως με σεβασμό και χωρίς ποτέ να κρίνουμε το ίδιο το παιδί, αλλά μόνο την συμπεριφορά του όταν αυτό χρειάζεται.
Συνοψίζοντας λοιπόν, βλέπουμε ότι η διαχείριση του θυμού στα παιδιά είναι μια διαδικασία που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες και υπάρχουν αρκετά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να τα βοηθήσουμε:
● Βοηθάμε το παιδί να κατανοήσει ότι αυτό που νιώθει είναι φυσιολογικό.
● Δεν το κρίνουμε ούτε το μαλώνουμε όταν εκφράζει τον θυμό του, αλλά προσπαθούμε να του εξηγήσουμε γιατί το κάνει με λάθος τρόπο όταν αυτό συμβαίνει
● Προτρέπουμε το παιδί να σκεφτεί τι είναι αυτό που το κάνει να θυμώνει και έπειτα να το εκφράσει.
● Δείχνουμε κατανόηση όταν μας μιλά για τα συναισθήματά του, ακόμη και αν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε γιατί θυμώνει.
● Μαθαίνουμε στα παιδιά μέσα από την ίδια μας την συμπεριφορά πως να διαχειρίζονται το θυμό τους.
● Οριοθετούμε την έκφραση του θυμού στα επιτρεπτά πλαίσια χωρίς όμως να καταπιέζουμε την ελεύθερη έκφραση του παιδιού.
Το κάθε πρόβλημα προκύπτει από την λάθος ή και καθόλου έκφραση του θυμού, και όχι από το συναίσθημα το ίδιο. Όσο γρηγορότερα το δείξουμε αυτό στα παιδιά τόσο καλύτερα θα μπορέσουν και τα ίδια να το μάθουν. Το κλειδί για όλα είναι η επικοινωνία και είναι πολύ σημαντικό να παρέχουμε στα παιδιά ένα αντικλείδι.