
Stop Bullying
Γράφει η Δήμητρα Ασημάκη, φιλόλογος και τελειόφοιτη φοιτήτρια ψυχολογίας ΕΚΠΑ.
Συνεχώς ακούμε για περιστατικά εκφοβισμού μεταξύ παιδιών ή εφήβων ή
μπορεί και οι ίδιοι να έχουμε βιώσει τέτοιες καταστάσεις στο παρελθόν.
Αρχικά θα πρέπει να ορίσουμε τι καθιστά μία συμπεριφορά ως εκφοβισμό.
Χαρακτηριστικό του εκφοβισμού είναι η επανειλημμένη άσκηση βίας, η οποία
μπορεί να έχει τη μορφή σωματικής επίθεσης, λεκτικής/ψυχολογικής βίας
και κοινωνικής βίας με τη μορφή αποκλεισμού από την ομάδα των
συνομηλίκων ή με τη διάδοση ψευδών πληροφοριών για το θύμα, σε ένα
άλλο άτομο το οποίο εκλαμβάνεται ως πιο ευάλωτο από τον νταή. Μπορεί
αυτό το άτομο να είναι μικρότερο σε ηλικία, πιο αδύναμο σωματικά, να έχει
λιγότερη αυτοπεποίθηση ή να έχει κάποιο άλλο χαρακτηριστικό που το
καθιστά ευάλωτο. Αυτό που παρατηρείται πάντα στον εκφοβισμό και τον
διαφοροποιεί από άλλες μορφές επιθετικότητας είναι αυτή η εκλαμβανόμενη
διαφορά δύναμης.
Τα αίτια του εκφοβισμού μπορούν να ανευρεθούν στην ανάγκη για έλεγχο
και επιβολή του θύτη στο θύμα. Με αυτό τον τρόπο ο νταής μπορεί να
αποκτήσει κάτι που επιθυμεί από το θύμα, νιώθει πιο ισχυρός και ότι αποκτά
δύναμη. Συχνά πρόκειται για άτομα με έντονη ανασφάλεια και σε ορισμένες
περιπτώσεις υπήρξαν και αυτοί θύματα εκφοβισμού σε κάποια στιγμή της
ζωής τους και αναπαράγουν τον κύκλο της βίας. Επίσης, για τα παιδιά και
τους εφήβους είναι σημαντικό να νιώθουν αποδοχή και ότι είναι μέλη μιας
ομάδας. Γι’ αυτό το λόγο μπορεί να νιώθουν ότι μέσω του εκφοβισμού
αποκτούν κοινωνική υπεροχή μέσα στην ομάδα των συνομηλίκων. Σύμφωνα
με έρευνες πρόκειται για άτομα που έχουν περισσότερη επιθετικότητα,
λιγότερες κοινωνικές δεξιότητες και λιγότερη ενσυναίσθηση, με αποτέλεσμα
να μην κατανοούν τα συναισθήματα των άλλων.
Όποια μορφή και αν λάβει ο εκφοβισμός μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες
στο θύμα του. Το γεγονός ότι συνήθως συμβαίνει κατά τη διάρκεια της
παιδικής ηλικίας ή της εφηβείας, μιας περιόδου κατά την οποία
αναπτύσσεται η ταυτότητα του κάθε ατόμου και είναι πιο ευαίσθητο στην
απόρριψη, μπορεί να μεγιστοποιήσει τις επιπτώσεις του και να τις κάνει να
διαρκέσουν πολλά χρόνια. Συνέπεια του εκφοβισμού μπορεί επίσης να είναι
η σχολική άρνηση, δηλαδή η άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο καθώς
δεν νιώθει ασφαλές και βρίσκεται σε μία διαρκή κατάσταση φόβου. Αυτό
μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πτώση της σχολικής του επίδοσης και
ποικίλα ψυχολογικά συμπτώματα όπως άγχος, κατάθλιψη, ντροπή, απώλεια
αυτοπεποίθησης, αϋπνία και ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος των γονέων, αλλά και των εκπαιδευτικών
στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των περιπτώσεων εκφοβισμού. Αρχικά
είναι πολύ σημαντική η διδασκαλία στα παιδιά της συναισθηματικής
νοημοσύνης και κοινωνικών δεξιοτήτων. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούν να
έχουν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις και θα μάθουν να επικοινωνούν μέσω
της συζήτησης και του διαλόγου. Επίσης, οι γονείς δεν θα πρέπει να
ανταποκρίνονται σε κάθε αίτημα του παιδιού, αλλά να τα επεξεργάζονται
κριτικά και να επιλέγουν ποιο θα πραγματοποιήσουν. Με αυτό τον τρόπο τα
προετοιμάζουν, δίνοντας μια πιο ρεαλιστική εικόνα για ό,τι επικρατεί στην κοινωνία.
Επιπλέον μπορούν να σχεδιάζουν παιχνίδια-ρόλων στα οποία θα
εμπλέκονται με τα παιδιά, μέσα από τα οποία θα μαθαίνουν λύσεις για
διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις.
Πέρα από αυτό είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος των θεατών του εκφοβισμού.
Οι θεατές μπορεί να μην παρέμβουν, πιθανώς από φόβο μήπως γίνουν το
επόμενο θύμα του νταή, αλλά η προσοχή τους ανταμείβει τις πράξεις του. Γι’
αυτό το λόγο τα παιδιά θα πρέπει να εκπαιδευτούν να παίρνουν ενεργό ρόλο
σε τέτοιες καταστάσεις και να δείχνουν τη συμπαράστασή τους στα θύματα
του εκφοβισμού.
Τέλος, τα θύματα του εκφοβισμού μπορεί συχνά να αποκρύπτουν αυτό που
τους συμβαίνει από φόβο ή ντροπή. Οι γονείς μπορούν να μάθουν από τους
δασκάλους ή από φίλους του παιδιού για τις κοινωνικές του
αλληλεπιδράσεις στο σχολείο ή να ρωτήσουν το παιδί αν υπάρχει κάτι που
το προβληματίζει. Η εμπιστοσύνη και καλή επικοινωνία γονέα- παιδιού είναι
κρίσιμη σε αυτές τις περιπτώσεις. Το να διδάσκουμε το παιδί να μην
αντεπιτίθεται δεν είναι αποτελεσματικό, αλλά το να το διδάσκουμε
κοινωνικές δεξιότητες μπορεί πραγματικά να το βοηθήσει.