
Ψεύτικα είδωλα
Γράφει η Μαρία Τριγώνη
Ζούμε στην εποχή της “συμμόρφωσης” και του νοσηρού “ενδοτισμού” που μας επιβάλλουν μια άκρατη ενδοβολή των περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, με τρόπο τόσο επιδέξιο και υποδόριο, ώστε να νοθεύει την προσωπική μας ταυτότητα. Κοινωνικές επιταγές, νόρμες και ρυθμιστικοί κανόνες επιβιώνουν παρασιτικά, μολύνοντας την κρίση του κάθε ξενιστή με τις τοξίνες τους. Γιατί, ποιος από εμάς δεν έχει υπακούσει, ή αν όχι επηρεαστεί από τα διαρκώς αναπαραγόμενα πρότυπα ομορφιάς, που προβάλλονται μέσα από τους μηχανισμούς κοινωνικής δικτύωσης; Η έννοια του “ιδανικού”, που δε συμπίπτει απαραίτητα με εκείνη της μεσότητας μεταξύ δύο ακροτήτων, αλλά αντικατοπτρίζει την ηγουμενική πλειοψηφία, προστάζει τους αποκλίνοντες να ακολουθήσουν. Το άτομο μέσω της κοινωνικής σύγκρισης αξιολογεί τη θέση που καταλαμβάνει στα κοινωνικά συστήματα, για να αναπροσαρμόσει το μοτίβο της συμπεριφοράς του. Η διαδικασία της ένταξής του στο κανονιστικό πλαίσιο της «καλαισθησίας» ποικίλει, ενώ συχνά μοιάζει επώδυνη σε ανθρώπους με άκαμπτο προσανατολισμό. Τη δύναμη της ελκυστικότητας επιρρωνύει πλήθος ερευνών, γεγονός που δικαιολογεί οποιαδήποτε προσπάθεια του ατόμου να την ενισχύσει. Παρά το γεγονός, ότι το ελκυστικό δε ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με το ομοιογενές, οι άνθρωποι σε έναν αγώνα τελειοθηρίας επιζητούν αυτό που είναι οικείο τη δεδομένη χρονική στιγμή στο εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο. Εξάλλου, έχει αποδειχθεί εμπειρικά, πως η πλειονότητα των μελών μιας ομάδας υπακούει στις νόρμες που αυτή υιοθετεί, για να βελτιώσει την κοινωνικότητά της. Ποιος, όμως, δύναται να εκτοπίσει μονομιάς στοιχεία του χαρακτήρα του, τα οποία προσκρούουν στις κανονιστικές «ταμπέλες»; Στο βωμό του κοινωνικού καθήκοντος γινόμαστε τα «τέλεια» αγαθά, των οποίων η ζήτηση αυξάνεται, όσο η ποιότητα και η μορφή τους αγγίζει τις κοινωνικές προδιαγραφές. Διακυβεύεται η αγοραστική μας δύναμη, αφού έχουμε μετατραπεί σε αντικείμενα, που δέχονται αβασάνιστα τις κοινωνικές απαιτήσεις. Τα πρότυπα που επικρατούν σε κάθε πλαίσιο διαμορφώνουν επισφαλή όρια, μέσα στα οποία αίρεται η μοναδικότητα του ανθρώπου ή παραγκωνίζονται πλευρές του, που μοιάζουν ασύμβατες προς το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ποιος, όμως, μας επιβεβαιώνει, πως, ακόμη, κι εάν αυτές μείνουν παρασκηνιακά, δε θα δημιουργήσουν δυσλειτουργία στις αντιδράσεις μας; Στην κορύφωση του άγχους συντελούν όλες εκείνες οι εμμονικές σκέψεις που συσπειρώνονται γύρω από τον κεντρικό στόχο της εξουδετέρωσης της διαφορετικότητας. Ως απόρροια, άνθρωποι που δε χρησιμοποιούν ως σημείο αναφοράς τον εαυτό τους και τις προσωπικές τους δυνατότητες, υποπίπτουν στην πλάνη ενός άκριτου μιμητισμού για την κατάκτηση ενός σκοπού ανεδαφικού, που όλο θα απομακρύνεται. Η πεμπτουσία του χρόνου έγκειται ακριβώς στην έννοια των μεταβολών που επιφέρει, με επακόλουθο οι εναλλαγές των προτύπων, να γεννούν νέες ακόρεστες επιθυμίες στους τέως κατακτητές. Κάθε φορά που αναζητάμε την μετατοπισμένη πηγή ηδονής, κινδυνεύουμε να ματαιωθούμε. Και, πόσο ανώφελο θα ήταν να τιμωρούμε τον εαυτό μας με ενοχές, για ένα αποτέλεσμα που είναι εξ ορισμού οριοθετημένο; Η ικανοποίηση μιας επιθυμίας σηματοδοτεί την έλευση της επόμενης, λογικό επακόλουθο της κινητικότητας των συστημάτων. Χρειάζεται, λοιπόν, μια παύση στην ορμή των αναγκών, που μας παρουσιάζονται ως αδήριτες, ώστε να απολαύσουμε τις μικρές μας «νίκες» με μία άλλη οπτική. Η δίψα αποτελεί μια φυσική ανάγκη του ανθρώπου, που τον κινητοποιεί, εξασφαλίζοντας την επιβίωσή του. Η επίμονη, όμως, δίψα φανερώνει λανθάνουσες παθήσεις ή απορρέει από το άνυδρο περιβάλλον, στο οποίο ανήκουμε. Η έρημος των συναισθημάτων μας δε δύναται να αναπληρωθεί με τη συμμόρφωση στις κοινωνικές πιέσεις. Απεναντίας, καθένας μας οφείλει να ενισχύσει σε πρώτο επίπεδο την αυτοπεποίθηση και την ανθεκτικότητά του και έπειτα να απαντήσει στα αιτήματα, που η κάθε κοινωνία υποβάλλει. Μια ειλικρινής στάση ως προς τις ανάγκες και τις δυνατότητές μας, διαφυλάττει την ισορροπία μας στο μεταίχμιο μεταξύ ατόμου και κοινωνίας.