Η γλώσσα που διαμορφώνεται γύρω από το τραύμα και πως μπορεί να αντικατασταθεί
Γράφει η Μαριάννα Τζίμα, Ψυχολόγος
Τραυματικά γεγονότα μπορούν να συμβούν στη ζωή κάθε ανθρώπου. Είναι αδύνατο να παραβλέψουμε τον τρόπο που κάθε άτομο θα βιώσει μια συνθήκη, τι νόημα θα της αποδώσει και σε ποιον βαθμό θα επηρεαστεί απ’ αυτήν. Διαφορετικά άτομα, ακολουθούν διαφορετικές θεραπευτικές πορείες και με διαφορετικό ρυθμό φτάνουν στο δικό τους επιθυμητό θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, ένα κομμάτι που φαίνεται να έχουν κοινό, είναι η γλώσσα που αναπτύσσουν προς τον εαυτό μετά το τραυματικό συμβάν. Η γλώσσα και το λεξιλόγιο που υιοθετούν είναι κατά βάση τιμωρητικά και θέτουν ως υπεύθυνο τον εαυτό. Σύμφωνα με κοινωνιο-γνωστικές θεωρίες, οι αρνητικές αυτο-αναφορές και οι αυτο-κατηγορίες συνδέονται με την εμφάνιση συμπτωμάτων αγχωδών διαταραχών, κατάθλιψης αλλά και επιθετικότητας (Frazier 2003, οπ. αναφ. στο Kline et al, 2018).
Ως αρνητικές αυτο-αναφορές και αυτο-κατηγορίες νοούνται συμπεριφορές όπως η απόδοση της ευθύνης για το γεγονός στον εαυτό και στην συμπεριφορά πριν το γεγονός, η υποτίμηση του εαυτού μετά το συμβάν αλλά και η υπονόμευση της θεραπευτικής πορείας. Τέτοια παραδείγματα αυτοαναφορών μπορούν να είναι τα ακόλουθα: “έπρεπε να είμαι πιο προσεκτικός/ή”, “εγώ φταίω γιατί τον/την προκάλεσα” κ.ο.κ. Ο λόγος που η επιλογή του λεξιλογίου με το οποίο απευθυνόμαστε στον εαυτό, είτε αυτό είναι εξωτερικά (διάλογος με κάποιον τρίτο) είτε εσωτερικά παρατηρήσιμο (η σκέψη του ατόμου), καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη θεραπευτική πορεία, είναι ότι έχει δημιουργηθεί μια εσφαλμένη αντίληψη για τον εαυτό και τις ικανότητές του. Αν το άτομο θεωρεί πως ότι και να κάνει είναι λάθος, τότε είναι και εύλογο να θέλει να παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια. Ο τιμωρητικός λόγος μπορεί επίσης, να επιμένει γιατί προσφέρει στο άτομο την ανακούφιση της αποφυγής της τιμωρίας των άλλων. Με άλλα λόγια, αναλαμβάνοντας το ίδιο την ευθύνη γλιτώνει από το να κατηγορηθεί ότι δεν συμπεριφέρθηκε σωστά.
Η σκέψη, σαφώς, είναι μια μεταβλητή στην οποία έχει πρόσβαση μόνο το ίδιο το άτομο κι η αλλαγή αυτής είναι εκτός του ελέγχου οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ακόμα και του/της θεραπευτή/τριας του. Αυτό όμως, που συχνά παραγνωρίζεται είναι ότι οι σκέψεις και οι εκφορές αυτών των σκέψεων μπορεί να συμβαίνουν μηχανικά και η παρατήρησή τους από έναν εξωτερικό παράγοντα να είναι αυτή που θα φέρει τη συνειδητοποίηση. Ο/Η ειδικός είναι εκεί για να εντοπίσει αυτά τα μη βοηθητικά μοτίβα, να δώσει συμβουλές και να καθοδηγήσει την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Η αρνητική σκέψη και οι αρνητικές αυτό-αναφορές δεν μπορούν να εξαλειφθούν και να αντικατασταθούν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Προσπάθεια απαιτείται κι από το ίδιο το άτομο, καθώς θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τον αυτοτιμωρητικό λόγο σε συνθήκες που θα βρίσκεται εκτός της ασφάλειας του θεραπευτικού πλαισίου. Μια τακτική που μπορεί να βοηθήσει στην εξάλειψη του τιμωρητικού λεξιλογίου και της τιμωρητικής σκέψης είναι το άτομο να προσπαθεί να την αντικρούσει χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα. Οι αρνητικές αυτοαναφορές συνήθως είναι συναισθηματικά κατευθυνόμενες. Όταν υπάρχει χρόνος να εξεταστεί μια συνθήκη με περισσότερη ηρεμία κι όχι εν μέσω συναισθηματικής φόρτισης τότε είναι ευκολότερο να εντοπιστούν και τα λογικά σφάλματα.
Εκτός αυτού, μια, επίσης, βοηθητική πρακτική θα ήταν το άτομο να αντιμετωπίζει τον εαυτό του όπως θα αντιμετώπιζε κάποιον τρίτο. Οι άνθρωποι τείνουν να κρίνουν περισσότερο αντικειμενικά τους άλλους και περισσότερο υποκειμενικά τον εαυτό τους. Αυτό σημαίνει ότι και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν είναι τοποθετημένα στη βάση της λογικής, αλλά και οι συμπεριφορές που υιοθετούν απέναντί τους είναι αυτές της κατανόησης και της ενσυναίσθησης. Η τεχνική αυτή βασίζεται στο ότι όταν θέλουμε να απευθυνθούμε σε κάποιον τρίτο τείνουμε να είμαστε περισσότερο κατανοητικοί, επεξηγηματικοί και συγχωρητικοί. Στα λάθη τους δεν αντιδρούμε με ακραίες συμπεριφορές κι εργαζόμαστε για να βρούμε τη λύση. Συνεπώς, αν απευθυνόμαστε στον εαυτό κατά παρόμοιο τρόπο θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε τα μη λειτουργικά μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς και να τα αντικαταστήσουμε με άλλα λειτουργικά.
Η αλλαγή μπορεί να επέλθει μέσα από προσπάθεια. Είναι αναμενόμενο ότι ακόμα κι αν το άτομο έχει κάνει πολλά βήματα προς τον στόχο του, θα υπάρξουν στιγμές που θα επιστρέψει στο “τιμωρητικό λεξιλόγιο” κι αυτό γιατί κάποτε αυτός ο λόγος ήταν η ρουτίνα του. Το θετικό είναι ότι η σκέψη αποτελεί και η ίδια μια συμπεριφορά, η συμπεριφορά μπορεί να αλλάξει και να δημιουργηθεί μια νέα ρουτίνα.
Πηγές :
https://sci-hub.ru/https://doi.org/10.1016/j.brat.2006.02.005
https://sci-hub.ru/10.1177/0886260518770652